κατακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
(CSV import)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataktaomai
|Transliteration C=kataktaomai
|Beta Code=katakta/omai
|Beta Code=katakta/omai
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -κτήσομαι <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>28.10</span>:—[[get for oneself]], [[win]], [[κράτος]], [[νοῦν]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>768</span>, <span class="bibl">1256</span>; [[ἐγκλήματα]], [[πλούτους]], <span class="bibl">Th.4.86</span>, <span class="bibl">Isoc.4.182</span>: metaph., [[win over]], [[gain completely]], τὸ θέατρον <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.8</span>: aor. 2 Act. [[κατέκτην]] (as if from [[κατάκτημι]]) dub. in <span class="title">IG</span>14.1934. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα</b> [[possessed]] by... Phld.<span class="title">Vit.Herc.</span>1457.10: aor., <span class="bibl">D.S.16.56</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -κτήσομαι [[LXX]] ''2 Ch.''28.10:—[[get for oneself]], [[win]], [[κράτος]], [[νοῦν]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''768, 1256; [[ἐγκλήματα]], [[πλούτους]], Th.4.86, Isoc.4.182: metaph., [[win over]], [[gain completely]], τὸ θέατρον Ael.''VH''3.8: aor. 2 Act. [[κατέκτην]] (as if from [[κατάκτημι]]) dub. in ''IG''14.1934.<br><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα</b> [[possessed]] by... Phld.''Vit.Herc.''1457.10: aor., [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κτάομαι]]), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ [[θέατρον]], er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κτάομαι]]), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ [[θέατρον]], er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.
}}
{{ls
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d'un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d'un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ.
|elnltext=κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατακτάομαι:''' (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν [[ἀρχήν]] Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть ([[κράτος]], [[νοῦν]] τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).
|elrutext='''κατακτάομαι:''' (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν [[ἀρχήν]] Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть ([[κράτος]], [[νοῦν]] τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{ls
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get for [[oneself]] [[entirely]], [[gain]] [[possession]] of, and in [[past]] tenses, to [[have]] in [[full]] [[possession]], Soph., etc.
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get for [[oneself]] [[entirely]], [[gain]] [[possession]] of, and in [[past]] tenses, to [[have]] in [[full]] [[possession]], Soph., etc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[contrahere]], [[incurrere]]'', to [[withdraw]], [[make an attack]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.86.5/ 4.86.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτάομαι Medium diacritics: κατακτάομαι Low diacritics: κατακτάομαι Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kataktáomai Transliteration B: kataktaomai Transliteration C: kataktaomai Beta Code: katakta/omai

English (LSJ)

A fut. -κτήσομαι LXX 2 Ch.28.10:—get for oneself, win, κράτος, νοῦν, S.Aj.768, 1256; ἐγκλήματα, πλούτους, Th.4.86, Isoc.4.182: metaph., win over, gain completely, τὸ θέατρον Ael.VH3.8: aor. 2 Act. κατέκτην (as if from κατάκτημι) dub. in IG14.1934.
II Pass., τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα possessed by... Phld.Vit.Herc.1457.10: aor., D.S.16.56.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κτάομαι), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ θέατρον, er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. κατακτήσομαι, ao. κατεκτησάμην;
acquérir, conquérir ; posséder : fig. τὸ θέατρον ÉL conquérir ou gagner les spectateurs d'un théâtre.
Étymologie: κατά, κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάομαι: (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν ἀρχήν Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть (κράτος, νοῦν τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).

Greek Monotonic

κατακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ εντελώς για τον εαυτό μου, κατακτώ, και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη κατοχή μου, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάομαι: μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, καταλαμβάνω τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., κερδίζω πρὸς τὸ μέρος μου, κερδίζω ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ θέατρον·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.

Middle Liddell

fut. -κτήσομαι
Dep. to get for oneself entirely, gain possession of, and in past tenses, to have in full possession, Soph., etc.

Lexicon Thucydideum

contrahere, incurrere, to withdraw, make an attack, 4.86.5.