συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(4)
(CSV import)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatalamvano
|Transliteration C=sygkatalamvano
|Beta Code=sugkatalamba/nw
|Beta Code=sugkatalamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seize, take possession of together</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.2.42</span>; <b class="b2">occupy at the same time</b>, in a military sense, τὸ χωρίον <span class="bibl">Th.7.26</span>; τὴν πόλιν <span class="bibl">Isoc.19.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">comprehend together with</b>, τινι <span class="bibl">D.L.9.97</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">take in with</b>, <b class="b3">τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς</b> the air <b class="b2">which they have taken in with</b> their food, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[seize]], [[take possession of together]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.2.42; [[occupy at the same time]], in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.<br><span class="bld">2</span> [[comprehend together with]], τινι D.L.9.97 (Pass.).<br><span class="bld">3</span> [[take in with]], <b class="b3">τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς</b> the air [[which they have taken in with]] their food, Diocl.Fr.141.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
}}
{{bailly
|btext=s'emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе завладевать]], [[одновременно захватывать]] (τὸ [[χωρίον]] Thuc.; ''[[sc.]]'' τὰ χρήματα Xen.);<br /><b class="num">2</b> (одновременно), [[охватывать]], [[содержать]], (в себе) Diog. L.;<br /><b class="num">3</b> [[заключать из предпосылок]], [[умозаключать]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) [[συμπεριλαμβάνω]], τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
|lstext='''συγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) [[συμπεριλαμβάνω]], τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
}}
{{bailly
|btext=s’emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῖν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[seize]], [[take]] [[possession]] of [[together]], Xen.: to [[occupy]] at the [[same]] [[time]], in a [[military]] [[sense]], Thuc.
}}
}}
{{elru
{{lxth
|elrutext='''συγκαταλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ [[χωρίον]] Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (одновременно) охватывать, содержать (в себе) Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.
|lthtxt=''[[una occupare]]'', to [[seize together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.26.3/ 7.26.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαμβάνω Medium diacritics: συγκαταλαμβάνω Low diacritics: συγκαταλαμβάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synkatalambánō Transliteration B: synkatalambanō Transliteration C: sygkatalamvano Beta Code: sugkatalamba/nw

English (LSJ)

A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.
2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.).
3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.

German (Pape)

[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.

French (Bailly abrégé)

s'emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλαμβάνω:
1 вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ χωρίον Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);
2 (одновременно), охватывать, содержать, (в себе) Diog. L.;
3 заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῖν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.

Greek Monotonic

συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.

Lexicon Thucydideum

una occupare, to seize together, 7.26.3.