χειροτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirotechnis
|Transliteration C=cheirotechnis
|Beta Code=xeirote/xnhs
|Beta Code=xeirote/xnhs
|Definition= ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">handicraftsman, artisan</b>, <span class="bibl">Hdt.2.167</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>533</span> (anap.), <span class="bibl">617</span> anap.), <span class="bibl">Th.6.72</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>597a</span>, <span class="bibl"><span class="title">PBremen</span>48.27</span> (ii A.D.), etc.; opp. <b class="b3">ἀρχιτέκτων</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>981a31</span>; of slaves who brought in income to their owner, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.4</span>; φαύλους καὶ χ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>405a</span>; opp. <b class="b3">φιλόσοφοι</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>5.4</span>;opp. <b class="b3">πολιτικοί</b>, <span class="bibl">Plb.10.17.6</span>; <b class="b3">τίς ὁ χ. ἰατορίας</b> . .; who is the [[expert]] in surgery . .? <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1000</span> (anap.), cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>7</span>; <b class="b3">πολέμον</b> χ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Comp.Lyc.Num.</span>2</span>.</span>
|Definition= χειροτέχνου, ὁ, [[handicraftsman]], [[artisan]], [[Herodotus|Hdt.]]2.167, Ar.''Pl.''533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 597a, ''PBremen''48.27 (ii A.D.), etc.; opp. [[ἀρχιτέκτων]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''981a31; of slaves who brought in income to their owner, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.4; φαύλους καὶ χ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 405a; opp. [[φιλόσοφοι]], X.''Vect.''5.4; opp. [[πολιτικοί]], Plb.10.17.6; <b class="b3">τίς ὁ χ. ἰατορίας</b>..; who is the [[expert]] in surgery..? S.''Tr.''1000 (anap.), cf. Hp.''VM''7; [[πολέμον]] χ. Plu.''Comp.Lyc.Num.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ [[ἄλλου]] τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ [[ἄλλου]] τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l'art de guérir ; <i>fig.</i> πολέμου PLUT artisan <i>ou</i> auteur d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[τέχνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτέχνης:''' ου ὁ [[ремесленник]], [[мастер]] Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, [[τεχνίτης]], [[χειρῶναξ]], Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ [[ἀρχιτέκτων]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι [[ὑπὲρ]] τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος [[ἰατρός]]; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, [[Πολυδ]]. Β΄, 148.
|lstext='''χειροτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, [[τεχνίτης]], [[χειρῶναξ]], Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ [[ἀρχιτέκτων]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι [[ὑπὲρ]] τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος [[ἰατρός]]; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l’art de guérir ; <i>fig.</i> πολέμου PLUT artisan <i>ou</i> auteur d’une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]], [[χειρώνακτας]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο<br /><b>2.</b> [[δούλος]] ο [[οποίος]] με την [[εργασία]] του απέφερε [[εισόδημα]] στον κύριό του<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]] («τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἱστορίας;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰατρο</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]], [[χειρώνακτας]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο<br /><b>2.</b> [[δούλος]] ο [[οποίος]] με την [[εργασία]] του απέφερε [[εισόδημα]] στον κύριό του<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]] («τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἱστορίας;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ἰατροτέχνης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτέχνης:''' -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, [[τεχνίτης]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; [[ποιος]] είναι ο [[επιδέξιος]] [[γιατρός]]; σε Σοφ.
|lsmtext='''χειροτέχνης:''' -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, [[τεχνίτης]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; [[ποιος]] είναι ο [[επιδέξιος]] [[γιατρός]]; σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτέχνης:''' ου ὁ ремесленник, мастер Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χειρο-τέχνης, ου, ὁ,<br />a [[handicraftsman]], [[artisan]], Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the [[skilled]] [[surgeon]]? Soph.
|mdlsjtxt=χειρο-τέχνης, ου, ὁ,<br />a [[handicraftsman]], [[artisan]], Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the [[skilled]] [[surgeon]]? Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[workman]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[operarius]]'', [[workman]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.72.3/ 6.72.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.5/ 7.27.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνης Medium diacritics: χειροτέχνης Low diacritics: χειροτέχνης Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: cheirotéchnēs Transliteration B: cheirotechnēs Transliteration C: cheirotechnis Beta Code: xeirote/xnhs

English (LSJ)

χειροτέχνου, ὁ, handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl.533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R. 597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph.981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4; φαύλους καὶ χ. Pl.R. 405a; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4; opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας..; who is the expert in surgery..? S.Tr.1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμον χ. Plu.Comp.Lyc.Num.2.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l'art de guérir ; fig. πολέμου PLUT artisan ou auteur d'une guerre.
Étymologie: χείρ, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνης: ου ὁ ремесленник, мастер Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, τεχνίτης, χειρῶναξ, Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ ἀρχιτέκτων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι ὑπὲρ τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος ἰατρός; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι
αρχ.
1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο
2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του
3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατροτέχνης].

Greek Monotonic

χειροτέχνης: -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, τεχνίτης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; ποιος είναι ο επιδέξιος γιατρός; σε Σοφ.

Middle Liddell

χειρο-τέχνης, ου, ὁ,
a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.

English (Woodhouse)

workman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

operarius, workman, 6.72.3, 7.27.5.