βομβαύλιος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
mNo edit summary |
m (Text replacement - "γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκάιντατζης, κάιντατζης, παίκτης ασκαύλου, παίκτης τσαμπούνας" to "γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκαϊντατζής, τσαμπουνάρης, τσαμπουνιάρης, τσαμπουνιέρης, παίκτης ασκαύλου, παίκτης τσαμπούνας") |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[bagpiper]]=== | |trtx====[[bagpiper]]=== | ||
Asturian: gaiteru; Basque: gaitajole; Bulgarian: гайдар; Catalan: gaiter; Czech: dudák; Danish: sækkepibespiller; Dutch: [[doedelzakspeler]]; Faroese: sekkjarpípuleikari; Finnish: säkkipillinsoittaja; French: [[cornemuseur]]; Galician: gaiteiro; German: [[Dudelsackspieler]], [[Dudelsackspielerin]], [[Dudelsackpfeifer]], [[Dudelsackpfeiferin]]; Greek: [[γκαϊντιέρης]], [[γκαϊδιέρης]], [[γκαϊδάρης]], [[ | Asturian: gaiteru; Basque: gaitajole; Bulgarian: гайдар; Catalan: gaiter; Czech: dudák; Danish: sækkepibespiller; Dutch: [[doedelzakspeler]]; Faroese: sekkjarpípuleikari; Finnish: säkkipillinsoittaja; French: [[cornemuseur]]; Galician: gaiteiro; German: [[Dudelsackspieler]], [[Dudelsackspielerin]], [[Dudelsackpfeifer]], [[Dudelsackpfeiferin]]; Greek: [[γκαϊντιέρης]], [[γκαϊδιέρης]], [[γκαϊδάρης]], [[γκαϊντατζής]], [[τσαμπουνάρης]], [[τσαμπουνιάρης]], [[τσαμπουνιέρης]], [[παίκτης ασκαύλου]], [[παίκτης τσαμπούνας]]; Ancient Greek: [[ἀσκαύλης]], [[βομβαύλιος]]; Latin: [[ascaules]], [[utricularius]]; Macedonian: гајдар, гајдаџија; Norwegian Bokmål: sekkepipespiller; Polish: dudziarz, kobziarz, koziarz; Portuguese: [[gaiteiro]]; Russian: [[волынщик]], [[волынщица]]; Scottish Gaelic: pìobair; Serbo-Croatian Cyrillic: гајдаш; Roman: gajdaš; Slovak: gajdoš; Spanish: [[gaitero]]; Ukrainian: ґайдар, дудар | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 20 November 2024
English (LSJ)
ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης, bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βομβαύλιος -ου, ὁ βομβέω, αὐλός kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.
Russian (Dvoretsky)
βομβαύλιος: ὁ ирон. дударь, свистун Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.
Greek Monolingual
βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].
Greek Monotonic
βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
βομβέω, αὐλός
a bagpiper, with a play on βομβυλιός, Ar.
Translations
bagpiper
Asturian: gaiteru; Basque: gaitajole; Bulgarian: гайдар; Catalan: gaiter; Czech: dudák; Danish: sækkepibespiller; Dutch: doedelzakspeler; Faroese: sekkjarpípuleikari; Finnish: säkkipillinsoittaja; French: cornemuseur; Galician: gaiteiro; German: Dudelsackspieler, Dudelsackspielerin, Dudelsackpfeifer, Dudelsackpfeiferin; Greek: γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκαϊντατζής, τσαμπουνάρης, τσαμπουνιάρης, τσαμπουνιέρης, παίκτης ασκαύλου, παίκτης τσαμπούνας; Ancient Greek: ἀσκαύλης, βομβαύλιος; Latin: ascaules, utricularius; Macedonian: гајдар, гајдаџија; Norwegian Bokmål: sekkepipespiller; Polish: dudziarz, kobziarz, koziarz; Portuguese: gaiteiro; Russian: волынщик, волынщица; Scottish Gaelic: pìobair; Serbo-Croatian Cyrillic: гајдаш; Roman: gajdaš; Slovak: gajdoš; Spanish: gaitero; Ukrainian: ґайдар, дудар