σπλαγχνικός: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=splagchnikos | |Transliteration C=splagchnikos | ||
|Beta Code=splagxniko/s | |Beta Code=splagxniko/s | ||
|Definition=σπλαγχνική, σπλαγχνικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the | |Definition=σπλαγχνική, σπλαγχνικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the bowels]] or [[for the bowels]], φάρμακα Dsc.1.68.3.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[tender]], ἔρως ''PMag.Osl.'' 1.149. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:16, 20 November 2024
English (LSJ)
σπλαγχνική, σπλαγχνικόν,
A of the bowels or for the bowels, φάρμακα Dsc.1.68.3.
II metaph., tender, ἔρως PMag.Osl. 1.149.
German (Pape)
[Seite 922] von den Eingeweiden, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σπλαγχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπλαγχνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας»)
2. (για λόγους) καλοπροαίρετος, φιλόφρονας
3. (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή λειτουργία) αυτός που έχει σχέση με τα σπλάγχνα
4. φρ. α) «σπλαγχνικά νεύρα» ανατ. οι δύο κλάδοι της θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα σπλάγχνα
β) «σπλαγχνικές κοιλότητες»
ανατ. οι μεγάλες κοιλότητες του σώματος, του κρανίου, του θώρακα, της κοιλιάς και της πυέλου
γ) «σπλαγχνική αίσθηση»
βιολ. το σύνολο τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα σπλάγχνα και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται γύρω από τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο του εγκεφάλου
δ) «σπλαγχνικό κρανίο»
ανατ. το σπλαγχνοκράνιο
ε) «σπλαγχνικός σκελετός»
ζωολ. ο σκελετός του στόματος μαζί με τα βραγχιακά φατνία
αρχ.
μτφ. τρυφερός («σπλαγχνικὸς ἔρως», πάπ.).