ἀρχαιρεσία: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=archairesia
|Transliteration C=archairesia
|Beta Code=a)rxairesi/a
|Beta Code=a)rxairesi/a
|Definition=Ion. [[ἀρχαιρεσίη]], ἡ, ([[αἵρεσις]])<br><span class="bld">A</span> [[election of magistrates]], <b class="b3">ἀ. συνίζει</b> [[an election]] is held, [[Herodotus|Hdt.]]6.58: mostly in plural, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''752c, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.4.1, Is.7.28, Arist.''Pol.''1281b33, etc.<br><span class="bld">II</span> later neut.
|Definition=Ion. [[ἀρχαιρεσίη]], ἡ, ([[αἵρεσις]])<br><span class="bld">A</span> [[election of magistrates]], <b class="b3">ἀ. συνίζει</b> [[an election]] is held, [[Herodotus|Hdt.]]6.58: mostly in plural, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''752c, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.4.1, Is.7.28, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1281b33, etc.<br><span class="bld">II</span> later neut.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιρεσία Medium diacritics: ἀρχαιρεσία Low diacritics: αρχαιρεσία Capitals: ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΑ
Transliteration A: archairesía Transliteration B: archairesia Transliteration C: archairesia Beta Code: a)rxairesi/a

English (LSJ)

Ion. ἀρχαιρεσίη, ἡ, (αἵρεσις)
A election of magistrates, ἀ. συνίζει an election is held, Hdt.6.58: mostly in plural, Pl.Lg.752c, X.Mem. 3.4.1, Is.7.28, Arist.Pol.1281b33, etc.
II later neut.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.6.58; tb. ἀρχαιρέσια, -ων, τά Plb.3.106.1, D.H.10.17, IPr.105.82 (I a.C.); ἀρχιαιρεσία Const. en Ath.Al.Apol.Sec.62
1 elección de magistrados οὐδ' ἀ. συνίζει no hay sesión de elección de magistrados Hdt.l.c., συνήθεις ... γενόμενοι τῶν ἀρχαιρεσιῶν Pl.Lg.752c, τὰς ἀρχαιρεσίας καὶ τὰς εὐθύνας τῶν ἀρχόντων Arist.Pol.1281b33, cf. D.13.19, SEG 27.510.3 (Cos III a.C.), IEphesos 1487.14 (II d.C.), etc.
c. sent. temp., simpl. elecciones ἐν ἀρχαιρεσίαις ὑμεῖς Χαβρίαν ... κατεστήσατε D.23.171, ἐν ταῖς πρώταις ἀρχαιρεσίαις Anadolu 9.1965.37.19 (Teos III/II a.C.), εἰς τὰς ἐπιούσας ἀρχαιρεσίας Anadolu 9.1965.40.101 (Teos III/II a.C.), τῆς δὲ τῶν ἀρχαιρεσίων ὥρας συνεγγιζούσης Plb.3.106.1, τῶν ἀρχαιρεσίων καθηκόντων Plb.4.67.1, ἀρχαιρεσίων ἡμέρα D.H.10.17, cf. SIG 578.6 (Teos II a.C.).
2 c. sent. local asamblea de elección de magistrados, lat. comitia ἰδὼν ... Νικομαχίδην ἐξ ἀρχαιρεσιῶν ἀπιόντα X.Mem.3.4.1, ἐν ἀρχαιρεσίαις Is.7.28, IPr.7.2 (IV a.C.), ἐν ταῖς βουλαῖς καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, μάλιστα δὲ ἐν ταῖς ἀρχαιρεσίαις OGI 48.11 (Egipto III a.C.), γενομένων τῶν ἀρχαιρεσιῶν ἐν τῷ θεάτρῳ SEG 27.545.2 (Samos III a.C.), ἐν ἀρχαιρεσίαις τοῦ δήμου D.H.4.80, cf. D.C.42.20.4, 53.23.2.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
élection des magistrats.
Étymologie: ἀρχή, αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιρεσία:1) тж. pl. выборы должностных лиц Her., Xen., Plat.;
2) (в Риме; лат. comitia) комиции Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιρεσία: ἡ, (αἵρεσις) ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων, ἀρχ. συνίζει, συνέλευσις πρὸς ἐκλογὴν γίνεται, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 752C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, Ἰσαίῳ 66, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 8, κλ.· δι’ αὐτῆς μετεφράζετο συνήθως ἡ Λατιν. λέξις comitia, Πολύβ. 3. 106, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς καὶ κατ’ οὐδ. τύπον, ἀρχαιρέσια, τὰ, Πολύβ. 4. 67, 1, Διον. Ἁλ. 6. 89, 8. 90, κτλ.· ἴδε Μοῖρ. σ. 11.

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα)
συνήθ. στον πληθ.
1. η εκλογή αρχόντων
2. η συνέλευση για εκλογή αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + αίρεσις.
ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω].

Greek Monotonic

ἀρχαιρεσία: ἡ (αἵρεσις), εκλογή αρχόντων, σε Ηρόδ.· συνήθως σε πληθ., σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

αἵρεσις
an election of magistrates, Hdt.; mostly in plural, Xen., etc.

Mantoulidis Etymological

(=ἐκλογή ἀρχόντων). Σύνθετο ἀπό τό ἀρχή + αἴρεσις.
Παράγωγα: ἀρχαιρεσιάζω (=κάνω συνέλευση γιά ἐκλογή ἀρχόντων), ἀρχαιρεσιακός.