λοχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lochaios
|Transliteration C=lochaios
|Beta Code=loxai=os
|Beta Code=loxai=os
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> = [[λόχιος]], λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.''Alc.''846, cf. Artem.5.73 (as [[varia lectio|v.l.]] for [[λοχεῖος&#x007C;λοχείους]] [[δίφρος&#x007C;δίφρους]]]) <b class="b3">; λ. ἔρως</b> [[clandestine]] love, ''AP''15.9 (Cyrus).<br><span class="bld">II</span> [[bearing down]], like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; and so prob. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.21.5, 23.5: hence metaph., [[richly-blooming]], Arat.1057.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> = [[λόχιος]], λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''846, cf. Artem.5.73 (as [[varia lectio|v.l.]] for [[λοχεῖος&#x007C;λοχείους]] [[δίφρος&#x007C;δίφρους]]]); <b class="b3">λ. ἔρως</b> [[clandestine]] love, ''AP''15.9 (Cyrus).<br><span class="bld">II</span> [[bearing down]], like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; and so prob. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.21.5, 23.5: hence metaph., [[richly-blooming]], Arat.1057.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=λοχαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει άφθονα [[άνθη]], που θάλλει<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λοχαῖος [[ἔρως]]» — [[κρυφός]] [[έρωτας]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λοχαῖος σῑτος ὁ [[βαθύς]]<br />ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[γέννημα]], [[τόκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[ληθαίος]], [[λυγαίος]])].
|mltxt=λοχαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει άφθονα [[άνθη]], που θάλλει<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λοχαῖος [[ἔρως]]» — [[κρυφός]] [[έρωτας]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λοχαῖος σῖτος ὁ [[βαθύς]]<br />ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[γέννημα]], [[τόκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[ληθαίος]], [[λυγαίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:59, 25 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχαῖος Medium diacritics: λοχαῖος Low diacritics: λοχαίος Capitals: ΛΟΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lochaîos Transliteration B: lochaios Transliteration C: lochaios Beta Code: loxai=os

English (LSJ)

α, ον,
A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc.846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]); λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 (Cyrus).
II bearing down, like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. Hsch.; and so prob. in Thphr. CP 3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
I. propre aux accouchements;
II. qui se couche :
1 qui se cache comme en embuscade, clandestin, furtif;
2 ramassé (comme une troupe en embuscade), tassé, dru, serré, touffu.
Étymologie: λόχος.

German (Pape)

zum Gebären gehörig, δίφρος, Geburtsstuhl, Artemid. 5.74. – Von der Saat, schnell, üppig aufschießend, auch = viele dichte Blüten treibend, Theophr.; vgl. Arat. Dios. 325. Andere erkl. es von schweren Ähren, die sich legen, Phot. lex. – Ἔρως, die versteckte, heimliche Liebe, Cyr. ep. 2 (XV.9).

Russian (Dvoretsky)

λοχαῖος: скрытый, тайный (ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, Αρτεμίδ. 5. 73 (μετὰ διαφ. γραφῆς λοχεῖος), λ. ἔρως, κρύφιος λαθραῖος, Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ κάτω, ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς σῖτος» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - ἐντεῦθεν μεταφ., εὐανθής, εὐθαλής, Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.

Greek Monolingual

λοχαῖος, -αία, -ον (Α)
1. κρυφός, μυστικός
2. (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω
3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει
4. φρ. «λοχαῖος ἔρως» — κρυφός έρωτας
5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῖος σῖτος ὁ βαθύς
ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννημα, τόκος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ληθαίος, λυγαίος)].

Greek Monotonic

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοχαῖος, η, ον = λόχιος,]
clandestine, Anth.