ἀκμή: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(13_7_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0074.png Seite 74]] ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῦν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[μάλα]] λυγρὸς [[ὄλεθρος]] Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀντὶ τοῦ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσθαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνθης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνθοῦσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν [[ἀκμή]] Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν [[σῖτον]] ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή θέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; [[ἦρος]] Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ [[συμφέρον]]; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); [[ἀκμή]] σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφθείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; [[ἀκμή]] ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν [[ἐλθεῖν]]. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῦν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου [[ἀκμή]] Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάθους Luc. Abdic. 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0074.png Seite 74]] ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῦν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[μάλα]] λυγρὸς [[ὄλεθρος]] Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀντὶ τοῦ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσθαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνθης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνθοῦσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν [[ἀκμή]] Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν [[σῖτον]] ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή θέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; [[ἦρος]] Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ [[συμφέρον]]; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); [[ἀκμή]] σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφθείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; [[ἀκμή]] ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν [[ἐλθεῖν]]. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῦν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου [[ἀκμή]] Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάθους Luc. Abdic. 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκμή''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι.), ὀξὺ [[σημεῖον]], τὸ κοπτερὸν [[μέρος]] μαχαίρας, [[ἄκρα]], παροιμ. ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς κρισιμώτατον [[σημεῖον]], (ἴδε ἐν λ. [[ξυρόν]]), ἀκμὴ φασγάνου, ξίφους, ὀδόντων, Πίνδ., κτλ.· κερκίδων ἀκμαί, Σοφ. Ἀντ. 976· λόγχης [[ἀκμή]], Εὐρ. Ἱκ. 318· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, αἱ ἄκραι ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1243· ποδοῖν ἀκμαί, οἱ πόδες, ὁ αὐτ. 1034· πυρὸς ἀκμαί, ἔμπυροι ἀκμαί, ἴδε ἐν λέξ. [[ῥῆξις]]. ΙΙ. τὸ ὕψιστον ἢ σπουδαιότατον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, τὸ [[ἄνθος]], ἡ [[ἀκμή]], τὸ ζενίθ, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, Σοφ. Ο. Τ. 741· ἐν [[τῇδε]] τοῦ κάλλους ἀκμῇ, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13· σώματός τε καὶ φρονήσεως, Πλάτ. Πολ. 461Α· [[μέτριος]] [[χρόνος]] ἀκμῆς, ὁ αὐτ. Πολ. 460Ε· ἀκμὴ βίου, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20, κτλ.· εἰς ἀκμὴν ἐλθών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 532· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, Ἰσοκρ. 147Α· ἀκμὴν ἔχειν, ἐπὶ σίτου, ὥριμον [[εἶναι]], Θουκ. 4. 2· τοσοῦτον τῆς ἀκμῆς ὑστερῶν Ἰσοκρ. 418D· τῆς ἀκμῆς λήγειν, [[ἀρχίζω]] νὰ [[παρακμάζω]], Πλάτ. Συμπ. 219Α: ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, ὡς: ἀ. ἦρος, ἡ ἀκμὴ τοῦ ἔαρος (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος the point of dawn), Πινδ. Π. 4. 114· ἀ. θέρους, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· ἀ. πληρώματος, ἄριστον [[πλήρωμα]] πλοίου, Θουκ. 7. 14· ἀ. τοῦ ναυτικοῦ, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ ναυτικοῦ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 46· ἀ. τῆς δόξης, ὁ αὐτ. 2. 42· αἱ ἀκμαί, τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]] ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1245: ― [[καθόλου]], [[ἰσχύς]], ζωηρότης, ἐν χειρὸς ἀκμᾷ, Πινδ. Ο. 2. 113· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ἀ. ποδῶν, ταχύτης, Πινδ. Ι. 8. (7). 83, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 370· φρενῶν, Πινδ. Ν. 3. 68· βαρὺς ἀκμᾷ, φοβερὸς κατὰ τὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. Ι. 4. 86 (3. 81): ― Περιφρασ. ὡς τὸ βία, ἀκμὰ Θησειδᾶν, Σοφ. Ο. Κ. 1061. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς τὸ [[καιρός]] = ὁ [[καιρός]], δηλ. ὁ [[κάλλιστος]], ὁ ἁρμοδιώτατος [[χρόνος]], [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ἡνίκ’ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ’ ἀκμάς, Σοφ. Ο. Τ. 1492· ἔργων, λόγων, ἕδρας [[ἀκμή]], καιρὸς πρὸς ἔργα, λόγους, ἡσυχίαν, ὁ αὐτ. Φ. 12, Ἠλ. 22, Αἴ. 811· ― μετ’ ἀπαρεμφ., κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 407· πρβλ. Ἀγ. 1353· ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκ. Σοφ. Ἠλ. 1338· ἐπ’ ἀκμῆς [[εἶναι]], μετ’ ἀπαρ., εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑλ. 897· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 256· σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν, Ἰσοκρ. 1C: ― ἐπ’ αὐτήν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], ἔχει φθάσῃ εἰς τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]], Δημ. 52. 7· [[ἀκμήν]] λαμβάνειν, δράττεσθαι τῆς προσηκούσης στιγμῆς, Ἰσοκρ. (ἐπιστ.), 404., Πλούτ., τὴν ὀξυτάτην ἀκ. παριέναι, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, Πλάτ. Πολ. 460Ε· πρβλ. καὶ τὸ ἑπόμ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (cf. ἀκή A)
A point, edge: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the razor's edge (v. sub ξυρόν); ἀ. φασγάνου, ὅπλων, Pi.P.9.81, Plb.15.16.3 (pl.); ὀδόντων Pi.N.4.63, etc.; λόγχης ἀκμή E.Supp.318; κερκίδων ἀκμαί S.Ant.976; ἀμφιδέξιοι ἀ. both hands, Id.OT1243; ποδοῖν ἀ. feet, ib.1034; ἔμπυροι ἀκμαί pointed flames, E.Ph.1255, cf. πυρὸς ἀκμαί Epicr.6codd. II highest or culminating point of anything, flower, prime, zenith, esp. of man's age, ἀκμὴ ἥβης S.OT741; ἐντῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ Cratin.195; σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R.461a; μέτριος χρόνος ἀκμῆς 460e; ὀξυτάτη δρόμου ἀ. ibid.; ἀ. βίου X.Cyr.7.2.20, etc.; ἐν ταύταις ταῖς ἀ. Isoc.7.37; ἐν ἀκμῇ εἶναι, of corn, to be ripe, Th.4.2; ἀκμὴν ἔχειν τῆς ἄνθης Pl.Phdr.230b; τοσοῦτον τῆς ἀ. ὑστερῶν Isoc. Ep.6.4; τῆς ἀ. λήγειν begin to decline, Pl.Smp.219a:—in various relations, ἀ. ἦρος spring-prime, Pi.P.4.64; ἀ. θέρους mid-summer, X. HG5.3.19; βραχεῖα ἀ. πληρώματος Th.7.14; ἀ. τοῦ ναυτικοῦ flower of their navy, Id.8.46; ἀ. τῆς δόξης Id.2.42; ἡ ἀ. τῆς Σπάρτης, τῶν νέων Demad.12; ἀ. νούσου crisis of disease, Hp.Acut.38:—generally, strength, vigour, ἐν χερὸς ἀκμᾷ Pi.O.2.63, cf. A.Pers.1060; ἀ. ποδῶν swiftness, Pi.I.8(7).41, cf. A.Eu.370; φρενῶν Pi.N.3.39; συμπεσεῖν ἀκμᾷ βαρύς cj. Id.I.4(3).51: periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν S.OC 1066. 2 Rhet., ἀκμὴ λόγου supreme effort, culmination, climax, Hermog.Inv.4.4, Id.1.10; pl., ib.11, cf. Philostr.VS1.25.7. III of Time, like καιρός, the time, i. e. best, most futing time, freq. in Trag., ἡνίκ' ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ' ἀκμάς S.OT1492; ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή time for doing, speaking, sitting still, Id.El.22, Ph.12, Aj.811: c. inf., κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers.407, cf.Ag.1353; ἀπηλλάχθαι δ' ἀ. S.El.1338; σοὶ . . ἀ. φιλοσοφεῖν Isoc.1.3; ὁ καιρὸς ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar.Pl.256; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on point of doing, E.Hel. 897; εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις in the nick of time, E.HF532; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν it is come to the critical time, D.4.41; ἀκμὴν εἴληφεν have reached a critical moment, Isoc.Ep.1.1, cf. Plu.Sol.12, 15, 2.656f. IV eruption on face, Cass.Pr.13, Aët.7.110, 8.13 (f.l. ἀκνάς, whence mod. acne). ἄκμη, v. ἄκμηνος.
German (Pape)
[Seite 74] ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῦν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι (ἅπαξ εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσθαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνθης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνθοῦσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν ἀκμή Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή θέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; ἦρος Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ συμφέρον; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); ἀκμή σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφθείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; ἀκμή ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν ἐλθεῖν. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῦν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου ἀκμή Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάθους Luc. Abdic. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμή: ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι.), ὀξὺ σημεῖον, τὸ κοπτερὸν μέρος μαχαίρας, ἄκρα, παροιμ. ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς κρισιμώτατον σημεῖον, (ἴδε ἐν λ. ξυρόν), ἀκμὴ φασγάνου, ξίφους, ὀδόντων, Πίνδ., κτλ.· κερκίδων ἀκμαί, Σοφ. Ἀντ. 976· λόγχης ἀκμή, Εὐρ. Ἱκ. 318· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, αἱ ἄκραι ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1243· ποδοῖν ἀκμαί, οἱ πόδες, ὁ αὐτ. 1034· πυρὸς ἀκμαί, ἔμπυροι ἀκμαί, ἴδε ἐν λέξ. ῥῆξις. ΙΙ. τὸ ὕψιστον ἢ σπουδαιότατον σημεῖον παντὸς πράγματος, τὸ ἄνθος, ἡ ἀκμή, τὸ ζενίθ, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, Σοφ. Ο. Τ. 741· ἐν τῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13· σώματός τε καὶ φρονήσεως, Πλάτ. Πολ. 461Α· μέτριος χρόνος ἀκμῆς, ὁ αὐτ. Πολ. 460Ε· ἀκμὴ βίου, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20, κτλ.· εἰς ἀκμὴν ἐλθών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 532· ἐν ἀκμῇ εἶναι = ἀκμάζειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, Ἰσοκρ. 147Α· ἀκμὴν ἔχειν, ἐπὶ σίτου, ὥριμον εἶναι, Θουκ. 4. 2· τοσοῦτον τῆς ἀκμῆς ὑστερῶν Ἰσοκρ. 418D· τῆς ἀκμῆς λήγειν, ἀρχίζω νὰ παρακμάζω, Πλάτ. Συμπ. 219Α: ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, ὡς: ἀ. ἦρος, ἡ ἀκμὴ τοῦ ἔαρος (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος the point of dawn), Πινδ. Π. 4. 114· ἀ. θέρους, τὸ μέσον τοῦ θέρους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· ἀ. πληρώματος, ἄριστον πλήρωμα πλοίου, Θουκ. 7. 14· ἀ. τοῦ ναυτικοῦ, τὸ ἄνθος τοῦ ναυτικοῦ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 46· ἀ. τῆς δόξης, ὁ αὐτ. 2. 42· αἱ ἀκμαί, τὸ κρίσιμον σημεῖον ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1245: ― καθόλου, ἰσχύς, ζωηρότης, ἐν χειρὸς ἀκμᾷ, Πινδ. Ο. 2. 113· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ἀ. ποδῶν, ταχύτης, Πινδ. Ι. 8. (7). 83, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 370· φρενῶν, Πινδ. Ν. 3. 68· βαρὺς ἀκμᾷ, φοβερὸς κατὰ τὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. Ι. 4. 86 (3. 81): ― Περιφρασ. ὡς τὸ βία, ἀκμὰ Θησειδᾶν, Σοφ. Ο. Κ. 1061. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς τὸ καιρός = ὁ καιρός, δηλ. ὁ κάλλιστος, ὁ ἁρμοδιώτατος χρόνος, συχν. παρὰ Τραγ., ἡνίκ’ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ’ ἀκμάς, Σοφ. Ο. Τ. 1492· ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή, καιρὸς πρὸς ἔργα, λόγους, ἡσυχίαν, ὁ αὐτ. Φ. 12, Ἠλ. 22, Αἴ. 811· ― μετ’ ἀπαρεμφ., κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 407· πρβλ. Ἀγ. 1353· ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκ. Σοφ. Ἠλ. 1338· ἐπ’ ἀκμῆς εἶναι, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑλ. 897· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 256· σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν, Ἰσοκρ. 1C: ― ἐπ’ αὐτήν ἥκει τὴν ἀκμήν, ἔχει φθάσῃ εἰς τὸ κρίσιμον σημεῖον, Δημ. 52. 7· ἀκμήν λαμβάνειν, δράττεσθαι τῆς προσηκούσης στιγμῆς, Ἰσοκρ. (ἐπιστ.), 404., Πλούτ., τὴν ὀξυτάτην ἀκ. παριέναι, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, Πλάτ. Πολ. 460Ε· πρβλ. καὶ τὸ ἑπόμ.