βιάζω: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(13_7_3) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0443.png Seite 443]] bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic.<b class="b2"> βιάζετε</b>: Ζηνόδοτος <b class="b2">βιάζεσθ' οἶον ἐόντα</b>, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσθαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; <b class="b2">medium</b> Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, <b class="b2">passiv</b>. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. <b class="b2">Activ</b>. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; <b class="b2">passiv</b> . das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσθην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. <b class="b2">βιάζομαι:</b> 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα [[οὔτε]] μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασθέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνθρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείθειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; [[ἄλλοθεν]] βιασθέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ [[νόμος]] πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; [[εἴσω]], mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον [[ἐλθεῖν]] 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ [[πύλη]] 4, 18 u. öfter; [[πρόσω]], vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς [[ναῦς]], die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασθαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ [[ἄττα]] εἴδη – τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0443.png Seite 443]] bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic.<b class="b2"> βιάζετε</b>: Ζηνόδοτος <b class="b2">βιάζεσθ' οἶον ἐόντα</b>, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσθαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; <b class="b2">medium</b> Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, <b class="b2">passiv</b>. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. <b class="b2">Activ</b>. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; <b class="b2">passiv</b> . das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσθην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. <b class="b2">βιάζομαι:</b> 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα [[οὔτε]] μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασθέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνθρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείθειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; [[ἄλλοθεν]] βιασθέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ [[νόμος]] πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; [[εἴσω]], mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον [[ἐλθεῖν]] 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ [[πύλη]] 4, 18 u. öfter; [[πρόσω]], vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς [[ναῦς]], die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασθαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ [[ἄττα]] εἴδη – τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βιάζω''': μεταγ. [[τύπος]] τοῦ [[βιάω]], τό ἐνεργ. μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ ἦ [[μάλα]] δὴ με βιάζετε Ὀδ. Μ. 297· ἐβίασε τὴν γυναῑκά μου Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3· ἀπολ., εἰ ἐβίαζον, ἂν μετεχερίζοντο βίαν, Ἱππ. 1016Η· - παθ., μέλλ. βιασθήσομαι Παυσ. 6. 5., 9 (ἴδε [[βιάω]] 1)· ἀόρ. ἐβιάσθην, πρκμ. βεβίασμαι (ἴδε κατωτ.)· - ἰσχυρῶς πιέζομαι, ἀναγκάζομαι, καταβάλλομαι, βελέεσσι βιάζεται Ἱλ. Λ. 589· βιάζετο γὰρ βελ. Ο. 727· βιασθέντες λύᾳ Πίνδ. Ν. 9. 34· νόσῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ἀναγκάζομαι ἢ πιέζομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. Θεσμ. 890· ἀπολ., βιάζομαι τάδε, ἐν τούτοις [[ὑποφέρω]] βίαν, Σοφ. Ἀντ. 66, πρβλ. 1073· βιασθεὶς ὁ αὐτ. Ἡλ. 575· [[ἐπεὶ]] ἐβιάσθη Θουκ. 4. 44, πρβλ. 1. 2., 4. 10· βιασθεὶς [[ἄκων]] Δημ. 69. 14· ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν … ἢ βιασθῶσιν ὁ αὐτ. 286. 26· βιαζόμενος ὑπό τινος ἐξήμαρτεν Ἀντιφῶν 128. 32· βεβιασμένοι, διὰ βίας γενόμενοι δοῦλοι, Ξεν. Ἱέρ. 2, 12, πρβλ. Ἑλλ. 5. 2, 23· τὸ βιασθέν, ὅσοι ἐβιάσθησαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 6, 2· - ἐπὶ πραγμάτων, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν, βίᾳ ἐξενεχθὲν ἔνεκα ὀργῆς, Σοφ. Ο. Τ. 524· τὸ βεβιασμένον, ὅ,τι ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας εἴς τινα, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 7, 24· βεβ. σχήματα, σχήματα λόγου οὐχὶ φυσικά, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 33. ΙΙ) κοινότερον ὡς ἀποθ., βιάζομαι, [[μετὰ]] μέσ. ἀορ. ἐβιασάμην, καὶ [[ἐνίοτε]] πρκμ, βεβίασμαι (Δημ. 405. 21, Δίων Κ. 46. 45)· - [[καταβάλλω]] διὰ δυνάμεως, [[πιέζω]] [[βαρέως]], ἦ [[μάλα]] δή σε βιάζεται [[ὠκὺς]] Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Χ. 229· [[οὕτως]] ἐν Ὀδ. Κ. 410, Πίνδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. [[ἀγέλαστος]])· βιάζεσθαι νόμους, παραβιάζω, Θουκ. 8. 53· βιασάμενοι πάντα, διασπάσαντες πάντα | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A constrain, Act. once in Hom., ἦ μάλα δή με βιάζετε Od.12.297; ἐβίασε τὴν γυναῖκά μου Alc.Com.29: abs., εἰ πάνυ ἐβίαζον if they used force, Hp.Epid.2.24; cf. infr.1.2:—Pass., fut. βιασθήσομαι Paus. 6.5.9: aor. ἐβιάσθην, pf. βεβίασμαι (v. infr.):—to be hard pressed or overpowered, βελέεσσι βιάζεται Il.11.589; βιάζετο γὰρ βελ. 15.727; βιασθέντες λύᾳ Pi.N.9.14; νόσῳ Ar.Fr.20 (= Trag.Adesp.70); to be forced or constrained to do, c. inf., Id.Th.890: c. acc. cogn., βιάζομαι τάδε S.Ant.66, cf. 1073; βιασθείς Id.El.575; ἐπεὶ ἐβιάσθη Th.4.44; ὑπό τινος Id.1.2; opp. ἀδικεῖσθαι, ib.77; βιασθεὶς ἄκων ἔπραξεν D.6.16; ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν . . ἢ βιασθῶσιν Id.18.175; βιαζόμενος ὑπό τινος ἐξήμαρτεν Antipho 4.4.5; βεβιασμένοι forcibly made slaves, X.Hier.2.12; πόλεις βεβ. Id.HG5.2.23: βιαζόμενος ὑπὸ τῆς παρούσης ἀπορίας Th.7.67; τὸ βιασθέν those who are forced, Arist.Pol.1255a11; of things, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν forced from one by anger, S.OT 524; τὸ βεβιασμένον forced to fit a hypothesis, Arist.Metaph.1082b2; βεβ. σχήματα forced figures of speech, D.H.Th.33, cf. Porph.Antr. 36. 2 Act., make good, suffice to discharge a debt, PFlor.56.13. II more freq. βιάζομαι, aor. Med. ἐβιασάμην, pf. βεβίασμαι D.19.206, Men.Sam.63, D.C.46.45:—overpower by force, press hard, ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.229, etc.; β. τοὺς πολεμίους dislodge them, X.An.1.4.5; β. νόμους to do them violence, Th. 8.53; βιασάμενος ταῦτα πάντα having broken through all these restraints, Lys.6.52; β. γυναῖκα force her, Ar.Pl.1092; opp. πείθειν, Lys.1.32; β. αὑτόν lay violent hands on oneself, Pl.Phd.61c, 61d; β. τινά, c. inf., force one to do, X.An.1.3.1; τί με βιάζεσθε λέγειν; Arist. Fr.44: with inf. omitted, β. τὰ σφάγια force the victims [to be favourable], Hdt.9.41; β. ἄστρα Theoc.22.9: c. dupl. acc., αὐδῶ πόλιν σε μὴ β. τόδε A.Th.1047. 2 c. acc. rei, carry by force, βιάσασθαι τὸν ἔκπλουν force an exit, Th.7.72; τὴν ἀπόβασιν Id.4.11: c. acc. neut., And.4.17, X.HG5.3.12. 3 abs., act with violence, use force, A.Pr. 1010, Ag.1509 (lyr.), S.Aj.1160, etc.; πρὸς τὸ λαμπρὸν ὁ φθόνος βιάζεται Trag.Adesp.547.12; opp. δικάζομαι, Th.1.77; β. διὰ φυλάκων force one's way, Id.7.83; β. ἐς τὸ ἔξω, β. εἴσω, ib.69, X.Cyr.3.3.69; δρόμῳ β. Th.1.63: c. inf., β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Id.7.79; βιαζόμενοι βλάπτειν using every effort to hurt me, Lys.9.16; but βιαζόμενοιμὴ ἀποδιδόναι refusing with violence to repay, X.HG5.3.12: esp. in part., ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι may sail out by forcing their way, Th.7.67; συνεξέρχονται βιασάμενοι X.An.7.8.11; ἐπὶ μᾶλλον ἔτι β. (of a famine) grow worse and worse, Hdt.1.94. 4 contend or argue vehemently, c. inf., Pl.Sph.246b; β. τὸ μὴ ὂν ὡς ἔστι κατά τι ib. 241d: abs., persist in assertion, D.21.205.
German (Pape)
[Seite 443] bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic. βιάζετε: Ζηνόδοτος βιάζεσθ' οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσθαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; medium Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, passiv. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. Activ. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; passiv . das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσθην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. βιάζομαι: 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα οὔτε μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασθέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνθρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείθειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; ἄλλοθεν βιασθέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ νόμος πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; εἴσω, mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ πύλη 4, 18 u. öfter; πρόσω, vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς ναῦς, die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασθαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ ἄττα εἴδη – τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βιάζω: μεταγ. τύπος τοῦ βιάω, τό ἐνεργ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ ἦ μάλα δὴ με βιάζετε Ὀδ. Μ. 297· ἐβίασε τὴν γυναῑκά μου Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3· ἀπολ., εἰ ἐβίαζον, ἂν μετεχερίζοντο βίαν, Ἱππ. 1016Η· - παθ., μέλλ. βιασθήσομαι Παυσ. 6. 5., 9 (ἴδε βιάω 1)· ἀόρ. ἐβιάσθην, πρκμ. βεβίασμαι (ἴδε κατωτ.)· - ἰσχυρῶς πιέζομαι, ἀναγκάζομαι, καταβάλλομαι, βελέεσσι βιάζεται Ἱλ. Λ. 589· βιάζετο γὰρ βελ. Ο. 727· βιασθέντες λύᾳ Πίνδ. Ν. 9. 34· νόσῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ἀναγκάζομαι ἢ πιέζομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. Θεσμ. 890· ἀπολ., βιάζομαι τάδε, ἐν τούτοις ὑποφέρω βίαν, Σοφ. Ἀντ. 66, πρβλ. 1073· βιασθεὶς ὁ αὐτ. Ἡλ. 575· ἐπεὶ ἐβιάσθη Θουκ. 4. 44, πρβλ. 1. 2., 4. 10· βιασθεὶς ἄκων Δημ. 69. 14· ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν … ἢ βιασθῶσιν ὁ αὐτ. 286. 26· βιαζόμενος ὑπό τινος ἐξήμαρτεν Ἀντιφῶν 128. 32· βεβιασμένοι, διὰ βίας γενόμενοι δοῦλοι, Ξεν. Ἱέρ. 2, 12, πρβλ. Ἑλλ. 5. 2, 23· τὸ βιασθέν, ὅσοι ἐβιάσθησαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 6, 2· - ἐπὶ πραγμάτων, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν, βίᾳ ἐξενεχθὲν ἔνεκα ὀργῆς, Σοφ. Ο. Τ. 524· τὸ βεβιασμένον, ὅ,τι ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας εἴς τινα, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 7, 24· βεβ. σχήματα, σχήματα λόγου οὐχὶ φυσικά, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 33. ΙΙ) κοινότερον ὡς ἀποθ., βιάζομαι, μετὰ μέσ. ἀορ. ἐβιασάμην, καὶ ἐνίοτε πρκμ, βεβίασμαι (Δημ. 405. 21, Δίων Κ. 46. 45)· - καταβάλλω διὰ δυνάμεως, πιέζω βαρέως, ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Χ. 229· οὕτως ἐν Ὀδ. Κ. 410, Πίνδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. ἀγέλαστος)· βιάζεσθαι νόμους, παραβιάζω, Θουκ. 8. 53· βιασάμενοι πάντα, διασπάσαντες πάντα