Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαιβός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαιβός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὰ σκέλη καμπύλα εἰς τὸ [[ἔνδον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βλαισός]] (ἴδε τὸ ἑπόμ.), τὸ ῥαιβὸν Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3· πρβλ. [[βλαισός]], [[ῥοικός]]· [[ὡσαύτως]], ῥ. γυῖα, βάσις Νικ. Θ. 801, Λυκόφρων 262· νηρῖται, [[δράκων]] ὁ αὐτ. 238, 917. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαιβόν· ἐπικαμπές, τὸ μὴ ὀρθόν, καμπύλον, στρεβλόν, σκαμβόν». ― (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ϝραγός, πρβλ. Λατ. valgus, Γοτθ. vraig ([[σκολιός]])· ― περὶ τῆς διφθόγγου πρβλ. √ΡΑΓ ([[ῥήγνυμι]]), [[ῥαίω]], εἰ αἱ δύο αὗται λέξεις [[ὄντως]] εἰσὶ συγγενεῖς).
|lstext='''ῥαιβός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὰ σκέλη καμπύλα εἰς τὸ [[ἔνδον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βλαισός]] (ἴδε τὸ ἑπόμ.), τὸ ῥαιβὸν Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3· πρβλ. [[βλαισός]], [[ῥοικός]]· [[ὡσαύτως]], ῥ. γυῖα, βάσις Νικ. Θ. 801, Λυκόφρων 262· νηρῖται, [[δράκων]] ὁ αὐτ. 238, 917. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαιβόν· ἐπικαμπές, τὸ μὴ ὀρθόν, καμπύλον, στρεβλόν, σκαμβόν». ― (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ϝραγός, πρβλ. Λατ. valgus, Γοτθ. vraig ([[σκολιός]])· ― περὶ τῆς διφθόγγου πρβλ. √ΡΑΓ ([[ῥήγνυμι]]), [[ῥαίω]], εἰ αἱ δύο αὗται λέξεις [[ὄντως]] εἰσὶ συγγενεῖς).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> tortu, <i>particul.</i> cagneux;<br /><b>2</b> tortueux, recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβός Medium diacritics: ῥαιβός Low diacritics: ραιβός Capitals: ΡΑΙΒΟΣ
Transliteration A: rhaibós Transliteration B: rhaibos Transliteration C: raivos Beta Code: r(aibo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, bent, esp. of bandy legs (cf. sq.), τὸ ῥαιβόν Arist.SE182a2; cf. βλαισός, ῥοικός; also ῥ. γυῖα Nic.Th.799; πάγουροι ib.788; νηρῖται, δράκων, Lyc.238,917; μηρός Gal.UP3.9.

German (Pape)

[Seite 832] krumm, gebogen, geschweift; bes. einwärts gebogen; von krummen Beinen, Archil. frg. 9 bei Poll. 2, 193; πάγουροι, Nic. Ther. 788.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὰ σκέλη καμπύλα εἰς τὸ ἔνδον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βλαισός (ἴδε τὸ ἑπόμ.), τὸ ῥαιβὸν Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3· πρβλ. βλαισός, ῥοικός· ὡσαύτως, ῥ. γυῖα, βάσις Νικ. Θ. 801, Λυκόφρων 262· νηρῖται, δράκων ὁ αὐτ. 238, 917. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαιβόν· ἐπικαμπές, τὸ μὴ ὀρθόν, καμπύλον, στρεβλόν, σκαμβόν». ― (Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ϝραγός, πρβλ. Λατ. valgus, Γοτθ. vraig (σκολιός)· ― περὶ τῆς διφθόγγου πρβλ. √ΡΑΓ (ῥήγνυμι), ῥαίω, εἰ αἱ δύο αὗται λέξεις ὄντως εἰσὶ συγγενεῖς).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 tortu, particul. cagneux;
2 tortueux, recourbé.
Étymologie: ῥαίω.