ἄκυρος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, [[Πολυδ]]. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. 457. 41, κτλ. | |lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, [[Πολυδ]]. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. 457. 41, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans autorité, sans valeur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κῦρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without authority, opp. κύριος, hence, I of laws, sentences, etc., invalid, unratified, obsolete, ψήφισμα And.1.8; δίκη Pl.Lg.954e; συνθῆκαι Lys.18.15; ἄκυρον ποιεῖν, καταστῆσαι set aside, Pl.Prt.356d, Is.1.21, etc.; νόμοις ἀ. χρωμένη not enforcing the laws, Th.3.37. Adv. -ως Simp. in Ph.168.10. II of persons, having no right or power, ἄ. ποιεῖν τινά X.HG5.3.24; καθιστάναι Lys. 9.19; τινός over a thing, Pl.Tht.169e; ἄ. πάντων . . γενήσεσθε D.19.2 : c. inf., Pl.Lg.929e. 2 of things, ἀκυροτέρα κρίσις less trust-worthy decision, Pl.Tht.178d; ἄ. ἀμφορεύς voting urn into which neutral votes were thrown, Sch.Ar.Eq.1150, Poll.8.123; τὰ ἀκυρότερα less important parts of nature, Arist. GA778a1; of bodily members, unimportant, ἄ. μόριον Gal.16.540, cf. 18(1).33 (Comp.); impotent, Arist.GA772b28. III of words and phrases, used in improper sense, Cic.Fam.16.17.1 (Comp.), Phlp. in Ph.717.12. Adv. -ρως Str.12.3.23, Phld.Rh.1.161 S., Hermog.Meth.3, cf. Dam.Pr.7, 306.
German (Pape)
[Seite 87] 1) ungültig, ohne Rechtskraft, ἄκυρον ποιεῖν, ungültig machen, Plat. Prot. 356 d; bes. von Beschlüssen, Gesetzen und richterlichen Entscheidungen, oft bei Rednern, ψήφισμα Andoc. 1, 8; Dem. 23, 93; συνθήκην ἄκυρον ποιεῖν Lys. 18, 15; συγγραφήν Dem. 56, 15; τὸ ἀξίωμα Xen. An. 5, 9, 28; νόμος, dem κύριος entgegengesetzt, Aesch. 3, 38; Plat. Legg. IV, 715 d; κρίσις ἀκυροτέρα, die Entscheidung hat weniger Gewicht, Theaet. 178 d; δίκη ἄκυρος καὶ ἀτελής Legg XII, 954 e; neben ἀβέβαιος Plut. Sol. 27. – 2) Von Menschen; τινός, kein Recht auf etwas habend, ohne Gewalt über etwas, ἄκυρος ἔστω τῶν ἑαυτοῦ, er soll nicht frei über sein Eigenttzum verfügen dürfen, Plat. Theaet. 169 e; Legg. XI, 929 e; ἄκυροι πάντων γενήσεσθε Dem. 19, 2; τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖν τῶν προστιμημάτων, den Gerichten die Macht nehmen, Zusatz-Strafen zu verhängen, 24, 2; auch absol., ἄκυρόν τινα ποιεῖν, Einem keine Vollmacht geben, Xen. Hell. 5, 3, 24; τοὺς βέλτιον βουλευσαμένους ἀκύρους καθιστἀναι, ihnen keinen Einfluß gestatten, Lys. 9, 19; mit dem inf., ἄκυρος καὶ ἀτελὴς σῶσαι, ohne Macht zu retten, Andoc. 4, 9. Beide Bedtgn haben auch Plut. u. Sp. – 3) Von Wörtern: uneigentlich, Cic. Fam. 16, 17; so ἀκύρως, Schol. Il. 24, 614.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῡρος: -ον, = ἄνευ κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ κύριος, καὶ ἑπομένως, 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ ἄνευ κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, δίκη, Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - ἄκυρον τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, ἄκυρον, ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ μέρος, ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· ἄκυρον γίγνεσθαι, εἶναι, καθίστασθαι ἢ εἶναι ἄκυρον, ἄνευ κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων δικαίωμα ἢ ἐξουσία, ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) ὡσαύτως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα κρίσις, ὀλιγώτερον ἀξιόπιστος ἀπόφασις, Πλάτ. Θεαίτ. 178D· ἄκυρος ἀμφορεύς, ὁ τῆς ψηφοφορίας ἀμφορεύς, εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, Πολυδ. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα χρῆσις, Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - οὕτως ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. 457. 41, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans autorité, sans valeur.
Étymologie: ἀ, κῦρος.