πάντη: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάντη''': ἢ πάντῃ, Δωρ. [[παντᾷ]] Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., [[πάντη]] ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· [[πάντη]] περὶ [[τεῖχος]] Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· [[πάντη]] φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... [[πάντη]] Ἡρόδ. 1. 126· - [[ὡσαύτως]], π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων [[πάντη]], ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, [[ὅλως]], ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· [[πάντη]] [[πάντως]] Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· [[πάντως]] καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ [[πάντη]], οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8. | |lstext='''πάντη''': ἢ πάντῃ, Δωρ. [[παντᾷ]] Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., [[πάντη]] ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· [[πάντη]] περὶ [[τεῖχος]] Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· [[πάντη]] φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... [[πάντη]] Ἡρόδ. 1. 126· - [[ὡσαύτως]], π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων [[πάντη]], ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, [[ὅλως]], ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· [[πάντη]] [[πάντως]] Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· [[πάντως]] καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ [[πάντη]], οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> partout, de tous côtés, sur tous les points <i>avec ou sans mouv.</i><br /><b>2</b> entièrement, complètement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 463] auch πάντῃ, überall, auf allen Seiten, überall hin; ἐπῴχετο κῆλα θεοῖο πάντη ἀνὰ στρατόν, Il. 1, 384; πάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει πῦρ, 12, 177, öfter; πάντη φοιτῶντες ἐπ' αἶαν, Hes. O. 124; Eur. I. A. 144; Ar. Vesp. 246; Διὸς ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, auf allen Seiten, also in's Gevierte, Her. 1, 181, vgl. 2, 168; πάντη ἴσον ἀφεστῶτας, Plat. Critia. 113 d; Folgde; τὰς τύχας οἴσει μάλιστα καὶ πάντη πάντως ἐμμελῶς, Arist. eth. 1, 10; πάντη πάντως σπιθαμιαῖον, Pol. 6, 23, 14; auch Plat. Phil. 60 c vrbdt διὰ τέλους, πάντη καὶ πάντως; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 369. – Dor. παντᾶ, vgl. über den Accent B. A. 586, 32; Aesch. Suppl. 62 Eum. 925; Soph. Tr. 644; Ar. Lys. 169 u. öfter; Theocr. 15, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πάντη: ἢ πάντῃ, Δωρ. παντᾷ Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., πάντη ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· πάντη περὶ τεῖχος Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· πάντη φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... πάντη Ἡρόδ. 1. 126· - ὡσαύτως, π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, ὅλως, ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· πάντη πάντως Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· πάντως καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ πάντη, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 partout, de tous côtés, sur tous les points avec ou sans mouv.
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.