ἐξορμάω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορμάω''': [[ἀποστέλλω]], [[ἐκπέμπω]] εἰς πόλεμον, τούς... ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 46, Εὐρ. Ι. Τ. 1437· [[πάλιν]] ἐξόρμα, [[κάμε]] αὐτοὺς νὰ στραφῶσιν [[ὀπίσω]], ὁ αὐτὸς Ι. Α. 151· οἱ ἐξορμῶντες... ναῡν, οἱ ἐξάγοντες αὐτὴν εἰς τὸ [[πέλαγος]], Θουκ. 7. 14· κινῶ πρὸς τὰ ἔξω, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῡφον ἐξορμᾱν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 659: - Παθ., κινῶ ἔκ τινος μέρους [[ὅπως]] μεταβῶ εἰς [[ἄλλο]], «ξεκινῶ», ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους Ἡρόδ. 9. 51, κλ.· πρὸς [[ἔργον]] Εὐρ. Ὀρ. 1240, κτλ.· ἐπὶ βελῶν, ὁρμῶ ἔξω, οὐχ ὁρᾶθ’ ἑκηβόλων τόξων πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας; [[αὐτόθι]] 273, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 182· [[τρέχω]] μεθ’ ὁρμῆς ἔκ τινος τόπου. Σοφ. Ο. Κ. 30, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τὸ [[κεῖσε]] δεῦρὸ τ’ ἐξ. ὁ αὐτὸς Τρ. 929. 2) παρορμῶ, [[ἔννυχος]] γὰρ ἐξόρμα [[φόβος]] Εὐρ. Ρῆσ. 788, Θουκ. 6. 6, 88· ἐξ. τινα ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., ἐπὶ πλοίου, μή σε λάθῃσιν (ἡ [[ναῦς]]) κεῖσ’ ἐξορμήσασα, [[μήπως]], χωρὶς νὰ τὸ στοχασθῇς, ἐκτραπῇ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἡ [[ναῦς]] καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὰ [[ἐκεῖσε]]; δηλ. πρὸς τὸν [[σκόπελον]], Ὀδ. Μ. 221· κινῶ νὰ [[ὑπάγω]] εἰς [[μέρος]] τι, [[ταῦτα]] δ’ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ [[ἡμεῖς]] δεῦρ’ ἐξωρμῶμεν [[πεζῇ]] Ξεν. Ἀν. 5. 7, 17· [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]] ἔκ τινος τόπου, ἡνίκ’ ἐξώρμα χθονὸς Εὐρ. Τρῳ. 1131, κτλ.: - μεταφ., ἀναφαίνομαι αἰφνιδίως, ἐξήνθηκεν, ἐξώρμηκεν (ἡ [[νόσος]]) Σοφ. Τρ. 1089. | |lstext='''ἐξορμάω''': [[ἀποστέλλω]], [[ἐκπέμπω]] εἰς πόλεμον, τούς... ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 46, Εὐρ. Ι. Τ. 1437· [[πάλιν]] ἐξόρμα, [[κάμε]] αὐτοὺς νὰ στραφῶσιν [[ὀπίσω]], ὁ αὐτὸς Ι. Α. 151· οἱ ἐξορμῶντες... ναῡν, οἱ ἐξάγοντες αὐτὴν εἰς τὸ [[πέλαγος]], Θουκ. 7. 14· κινῶ πρὸς τὰ ἔξω, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῡφον ἐξορμᾱν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 659: - Παθ., κινῶ ἔκ τινος μέρους [[ὅπως]] μεταβῶ εἰς [[ἄλλο]], «ξεκινῶ», ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους Ἡρόδ. 9. 51, κλ.· πρὸς [[ἔργον]] Εὐρ. Ὀρ. 1240, κτλ.· ἐπὶ βελῶν, ὁρμῶ ἔξω, οὐχ ὁρᾶθ’ ἑκηβόλων τόξων πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας; [[αὐτόθι]] 273, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 182· [[τρέχω]] μεθ’ ὁρμῆς ἔκ τινος τόπου. Σοφ. Ο. Κ. 30, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τὸ [[κεῖσε]] δεῦρὸ τ’ ἐξ. ὁ αὐτὸς Τρ. 929. 2) παρορμῶ, [[ἔννυχος]] γὰρ ἐξόρμα [[φόβος]] Εὐρ. Ρῆσ. 788, Θουκ. 6. 6, 88· ἐξ. τινα ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., ἐπὶ πλοίου, μή σε λάθῃσιν (ἡ [[ναῦς]]) κεῖσ’ ἐξορμήσασα, [[μήπως]], χωρὶς νὰ τὸ στοχασθῇς, ἐκτραπῇ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἡ [[ναῦς]] καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὰ [[ἐκεῖσε]]; δηλ. πρὸς τὸν [[σκόπελον]], Ὀδ. Μ. 221· κινῶ νὰ [[ὑπάγω]] εἰς [[μέρος]] τι, [[ταῦτα]] δ’ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ [[ἡμεῖς]] δεῦρ’ ἐξωρμῶμεν [[πεζῇ]] Ξεν. Ἀν. 5. 7, 17· [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]] ἔκ τινος τόπου, ἡνίκ’ ἐξώρμα χθονὸς Εὐρ. Τρῳ. 1131, κτλ.: - μεταφ., ἀναφαίνομαι αἰφνιδίως, ἐξήνθηκεν, ἐξώρμηκεν (ἡ [[νόσος]]) Σοφ. Τρ. 1089. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐξώρμων, <i>ao.</i> ἐξώρμησα, <i>pf.</i> ἐξώρμηκα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> pousser en avant : [[ῥεῦμα]] στρατοῦ EUR le courant d’une armée ; ναῦν THC faire avancer vivement un navire ; <i>fig.</i> τινα pousser, exciter qqn ; [[ἐπί]] [[τι]] à qch ; <i>Pass.</i> s’élancer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’élancer, se précipiter ; se diriger vivement sur;<br /><b>2</b> arriver au terme de sa course, <i>càd</i> à son paroxysme <i>en parl. d’une maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A send forth, send to war, A.Pers.46, E.IT1437; πάλιν ἐ. bring quickly back, Id.IA151 codd. (anap.); ἐ. τὴν ναῦν start the ship, set it agoing, Th.7.14; κοῦφον ἐ. πόδα Ar.Th.659:—Pass., set out, start, Hdt.9.51, etc.; πρὸς ἔργον E.Or.1240; ἐπ' ἔργον Men.Epit.162; of arrows, dart from the bow, γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι E.Or.274, cf. A.Eu.182; move rapidly, rush, S.OC30; τὸ κεῖσε δεῦρό τ' ἐ. Id.Tr.929. 2 excite to action, urge on, E.Rh.788, Th.6.6,88; ἐ. τινὰ ἐπὶ τὴν ἀρετήν X.An.3.1.24. II intr., like Pass., set out, start, esp. in haste, μή σε λάθῃσιν κεῖσ' ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Od.12.221; δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ X.An.5.7.17: c. gen., set out from, χθονός E.Tr.1131, etc.: metaph., break out, ἤνθηκεν, ἐξώρμηκεν [ἡ νόσος] S. Tr.1089.
German (Pape)
[Seite 887] heraustreiben, -schicken; Σάρδεις ἐπόχους ἅρμασιν ἐξορμῶσι Aesch. Pers. 46; πόδα, den Fuß herausbewegen, Ar. Th. 659; χαλινούς Eur. I. A. 151; ἅμα μὲν ἐξορμῶσιν, ἅμα δὲ καταπαύουσι δρόμου Plat. Polit. 294 e; καὶ παροξύνειν Thuc. 6, 88; ναῦν, auslaufen lassen, 7, 14; ἐπὶ τὴν ἀρετήν, ermuntern, antreiben, Xen. An. 3, 1, 24 u. Sp.; εἰς Εὔβοιαν, nach Euböa aussenden, Plut. Dem. 17. – Pass. herauseilen, hervorstürmen, πτηνὸν ὄφιν θώμιγγος ἐξορμώμενον Aesch. Eum. 173; δεῦρο Soph. O. C. 30 u. öfter; von den Pfeilen, Eur. Or. 273; πρὸς ἔργον 1240; Her. 9, 51 u. Folgde oft, aufbrechen, ausrücken. – Das act. in intrans. Bdtg, wie das pass., Od. 12, 221; ἐξόρμα κλῃθρων, komm heraus, Eur. I. A. 149; χθονός Troad. 1131; die Krankheit ἤνθηκε, ἐξώρμηκε, ist ausgebrochen, Soph. Tr. 1079; in Prosa, δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ, wir brachen auf, Xen. An. 5, 7, 17; Cyr. 5, 5, 23; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορμάω: ἀποστέλλω, ἐκπέμπω εἰς πόλεμον, τούς... ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 46, Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πάλιν ἐξόρμα, κάμε αὐτοὺς νὰ στραφῶσιν ὀπίσω, ὁ αὐτὸς Ι. Α. 151· οἱ ἐξορμῶντες... ναῡν, οἱ ἐξάγοντες αὐτὴν εἰς τὸ πέλαγος, Θουκ. 7. 14· κινῶ πρὸς τὰ ἔξω, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῡφον ἐξορμᾱν πόδα Ἀριστοφ. Θεσμ. 659: - Παθ., κινῶ ἔκ τινος μέρους ὅπως μεταβῶ εἰς ἄλλο, «ξεκινῶ», ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους Ἡρόδ. 9. 51, κλ.· πρὸς ἔργον Εὐρ. Ὀρ. 1240, κτλ.· ἐπὶ βελῶν, ὁρμῶ ἔξω, οὐχ ὁρᾶθ’ ἑκηβόλων τόξων πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας; αὐτόθι 273, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 182· τρέχω μεθ’ ὁρμῆς ἔκ τινος τόπου. Σοφ. Ο. Κ. 30, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· τὸ κεῖσε δεῦρὸ τ’ ἐξ. ὁ αὐτὸς Τρ. 929. 2) παρορμῶ, ἔννυχος γὰρ ἐξόρμα φόβος Εὐρ. Ρῆσ. 788, Θουκ. 6. 6, 88· ἐξ. τινα ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., ἐπὶ πλοίου, μή σε λάθῃσιν (ἡ ναῦς) κεῖσ’ ἐξορμήσασα, μήπως, χωρὶς νὰ τὸ στοχασθῇς, ἐκτραπῇ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἡ ναῦς καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὰ ἐκεῖσε; δηλ. πρὸς τὸν σκόπελον, Ὀδ. Μ. 221· κινῶ νὰ ὑπάγω εἰς μέρος τι, ταῦτα δ’ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἡμεῖς δεῦρ’ ἐξωρμῶμεν πεζῇ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 17· μετὰ γεν., ἀπέρχομαι ἔκ τινος τόπου, ἡνίκ’ ἐξώρμα χθονὸς Εὐρ. Τρῳ. 1131, κτλ.: - μεταφ., ἀναφαίνομαι αἰφνιδίως, ἐξήνθηκεν, ἐξώρμηκεν (ἡ νόσος) Σοφ. Τρ. 1089.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐξώρμων, ao. ἐξώρμησα, pf. ἐξώρμηκα;
I. tr. pousser en avant : ῥεῦμα στρατοῦ EUR le courant d’une armée ; ναῦν THC faire avancer vivement un navire ; fig. τινα pousser, exciter qqn ; ἐπί τι à qch ; Pass. s’élancer;
II. intr. 1 s’élancer, se précipiter ; se diriger vivement sur;
2 arriver au terme de sa course, càd à son paroxysme en parl. d’une maladie.
Étymologie: ἐξ, ὁρμάω.