ὑποβάλλω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποβάλλω''': (Ἐπικ. [[ὑββάλλω]], ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -βαλῶ. ― βάλλω, [[ὑποκάτω]] ἢ ἁπλώνω τι, [[οἷον]] [[ὕφασμα]] ἢ τάπητα ἢ [[ἄλλο]] τι, Λατ. sub-ternere, [[ὑπένερθε]] δὲ λῖθ’ ὑπέβαλλεν Ὀδ. Κ. 353· [[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων, τάπητας ἐκ..., Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 5, 7· ὑπ. πλευροῖς πλευρὰ Εὐρ. Ὀρ. 223, κλπ.· ὑπ. τι ὑπὸ πόδας Ξεν. Οἰκον. 18. 5· ὑπ. αἶγας τοῖς τράγοις, ὡς τὸ Λατ. submitiere, Λόγγ. 3. 21· ὑπ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγὰς Πλουτ. Βροῦτ. 31· ὑπ. τινὰς τοῖς θηρίοις, ῥίπτειν αὐτοὺς ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν θηρίων (δηλ. τῶν ἐλεφάντων), Πολύβ. 1. 82, 2· [[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι, [[ῥίπτω]] τὰ βλέμματά μου ἐπί τινος, Πλούτ. 2. 522Α· ὑπ. δακτύλους, ἐπὶ αὐλητοῦ, Λουκ. Ἁρμον. 1. ― Μέσ. καὶ παθ., θέτω [[ὑποκάτω]] μου, ἢ ἔχω θέσῃ [[ὑποκάτω]] μου, ὑποβάλλεσθαι λυκοφώνας Πλούτ. 2. 237Β· πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Λουκ. Συμπ. 13· ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23, ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς [[υἱόν]], φαίνεται ὅτι σημαίνει ὑποβαλοῦσα ἑαυτὴν [[ὑποκάτω]], πλαγιάσασα [[ὑποκάτω]]. 2) θέτω [[ὑποκάτω]] ὡς ἀρχὴν ἢ θεμέλιον, Αἰσχίν. 4. 19· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Πολύβ. 13. 6, 2. ― Παθ., Στράβ. 556. 3) [[ὑποτάσσω]], ἐχθροῖς ἐμαυτὸν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1384, πρβλ. Αἰσχίν. 66. 25· [[σφᾶς]] αὐτοὺς ὑπὸ τὰς συμφορὰς Ἰσοκρ. 182Β. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[παραλαμβάνω]] νόθον ἢ ξένον [[τέκνον]] ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ μου, Λατ. supp?nere, Ἡρόδ. 5. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 340, 407, 565, Πλάτ. Πολ. 538Α, Δημ. 563. 5, κλπ.· καὶ ἐν τῷ παθ., τῶν ὑποβαλλομένων (ἐξυπακ. παίδων) Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 15· ― ἡ ἀρχὴ τῆς φράσεως ταύτης [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τοῦ Εὐριπιδείου, μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην [[λάθρα]] Ἄλκ. 639, πρβλ. Ἱκ. 1160, Ξεν. Κυνηγ. 7, 3· ἴδε [[ὑποβολιμαῖος]]. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ δράματος, [[Εὐριπίδης]] τὸ [[δρᾶμα]] (δηλ. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 592· ― μεταφορ. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους, διὰ ψευδῶν φημῶν διαδίδουσι κρυφίαν φήμην, Σοφ. Αἴ. 188· πρβλ. Ἰσοκρ. 314C καὶ ἴδε [[ὑπόβλητος]]. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καταγγέλοντός τι καὶ δίδοντος εἴδησιν, ὑποκινοῦμαι, ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ ἱερεῖ τοῦ Διὸς Μερόλᾳ... καὶ Λουτατίῳ Κάτλῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 74. ΙΙΙ. [[ὑποψιθυρίζω]], [[ὑποκρούω]], [[ἐμποδίζω]] τὸν λέγοντα, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλειν [[Ἰλιὰς]] Τ. 80 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ.)· ὑπενθυμίζω, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 55, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 491Α, Δημ. 580. 6, Αἰσχίν. 60. 24· ὑποβ. ὁ [[νόμος]] ἃ χρὴ γράφειν ὁ αὐτ. 57. 2· ὑποβ. λόγον τινὶ ὁ αὐτ. 17. 9· ὑπ. λόγον παιδί, [[ὑπαγορεύω]], Ἰσοκρ. 280Ε, πρβλ. 112C· ὑπ. ὀνόματα, ἐπὶ τοῦ καταδότου, Λυσί. 132. 9· [[Ἀπόλλων]] ὑπ. τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμοὺς Πλούτ. 2. 404C· τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ [[φύσις]] ὑπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 13, κλπ.· ― πρβλ. [[ὑποβλήδην]] Ι, ὑποβολὴ Ι. 3. IV. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, ἰδιοποιοῦμαι, ἀλλότρια Στράβ. 790 δόξαν Πλουτ. Πομπ. 31. 2) ἐπιχειρῶ [[ἔργον]], ὁ αὐτ. ἐν Δημ. 2. | |lstext='''ὑποβάλλω''': (Ἐπικ. [[ὑββάλλω]], ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -βαλῶ. ― βάλλω, [[ὑποκάτω]] ἢ ἁπλώνω τι, [[οἷον]] [[ὕφασμα]] ἢ τάπητα ἢ [[ἄλλο]] τι, Λατ. sub-ternere, [[ὑπένερθε]] δὲ λῖθ’ ὑπέβαλλεν Ὀδ. Κ. 353· [[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων, τάπητας ἐκ..., Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 5, 7· ὑπ. πλευροῖς πλευρὰ Εὐρ. Ὀρ. 223, κλπ.· ὑπ. τι ὑπὸ πόδας Ξεν. Οἰκον. 18. 5· ὑπ. αἶγας τοῖς τράγοις, ὡς τὸ Λατ. submitiere, Λόγγ. 3. 21· ὑπ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγὰς Πλουτ. Βροῦτ. 31· ὑπ. τινὰς τοῖς θηρίοις, ῥίπτειν αὐτοὺς ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν θηρίων (δηλ. τῶν ἐλεφάντων), Πολύβ. 1. 82, 2· [[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι, [[ῥίπτω]] τὰ βλέμματά μου ἐπί τινος, Πλούτ. 2. 522Α· ὑπ. δακτύλους, ἐπὶ αὐλητοῦ, Λουκ. Ἁρμον. 1. ― Μέσ. καὶ παθ., θέτω [[ὑποκάτω]] μου, ἢ ἔχω θέσῃ [[ὑποκάτω]] μου, ὑποβάλλεσθαι λυκοφώνας Πλούτ. 2. 237Β· πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Λουκ. Συμπ. 13· ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23, ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς [[υἱόν]], φαίνεται ὅτι σημαίνει ὑποβαλοῦσα ἑαυτὴν [[ὑποκάτω]], πλαγιάσασα [[ὑποκάτω]]. 2) θέτω [[ὑποκάτω]] ὡς ἀρχὴν ἢ θεμέλιον, Αἰσχίν. 4. 19· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Πολύβ. 13. 6, 2. ― Παθ., Στράβ. 556. 3) [[ὑποτάσσω]], ἐχθροῖς ἐμαυτὸν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1384, πρβλ. Αἰσχίν. 66. 25· [[σφᾶς]] αὐτοὺς ὑπὸ τὰς συμφορὰς Ἰσοκρ. 182Β. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[παραλαμβάνω]] νόθον ἢ ξένον [[τέκνον]] ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ μου, Λατ. supp?nere, Ἡρόδ. 5. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 340, 407, 565, Πλάτ. Πολ. 538Α, Δημ. 563. 5, κλπ.· καὶ ἐν τῷ παθ., τῶν ὑποβαλλομένων (ἐξυπακ. παίδων) Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 15· ― ἡ ἀρχὴ τῆς φράσεως ταύτης [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τοῦ Εὐριπιδείου, μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην [[λάθρα]] Ἄλκ. 639, πρβλ. Ἱκ. 1160, Ξεν. Κυνηγ. 7, 3· ἴδε [[ὑποβολιμαῖος]]. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ δράματος, [[Εὐριπίδης]] τὸ [[δρᾶμα]] (δηλ. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 592· ― μεταφορ. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους, διὰ ψευδῶν φημῶν διαδίδουσι κρυφίαν φήμην, Σοφ. Αἴ. 188· πρβλ. Ἰσοκρ. 314C καὶ ἴδε [[ὑπόβλητος]]. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καταγγέλοντός τι καὶ δίδοντος εἴδησιν, ὑποκινοῦμαι, ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ ἱερεῖ τοῦ Διὸς Μερόλᾳ... καὶ Λουτατίῳ Κάτλῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 74. ΙΙΙ. [[ὑποψιθυρίζω]], [[ὑποκρούω]], [[ἐμποδίζω]] τὸν λέγοντα, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλειν [[Ἰλιὰς]] Τ. 80 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ.)· ὑπενθυμίζω, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 55, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 491Α, Δημ. 580. 6, Αἰσχίν. 60. 24· ὑποβ. ὁ [[νόμος]] ἃ χρὴ γράφειν ὁ αὐτ. 57. 2· ὑποβ. λόγον τινὶ ὁ αὐτ. 17. 9· ὑπ. λόγον παιδί, [[ὑπαγορεύω]], Ἰσοκρ. 280Ε, πρβλ. 112C· ὑπ. ὀνόματα, ἐπὶ τοῦ καταδότου, Λυσί. 132. 9· [[Ἀπόλλων]] ὑπ. τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμοὺς Πλούτ. 2. 404C· τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ [[φύσις]] ὑπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 13, κλπ.· ― πρβλ. [[ὑποβλήδην]] Ι, ὑποβολὴ Ι. 3. IV. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, ἰδιοποιοῦμαι, ἀλλότρια Στράβ. 790 δόξαν Πλουτ. Πομπ. 31. 2) ἐπιχειρῶ [[ἔργον]], ὁ αὐτ. ἐν Δημ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑποβαλῶ, <i>ao.2</i> ὑπέβαλον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> jeter sous, mettre sous :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> [[λῖτα]] OD jeter un tapis sous ; μαστῷ γυναῖκος EUR placer un petit enfant sous le sein d’une femme, le suspendre au sein d’une femme;<br /><b>2</b> jeter en bas, poser en bas, abaisser : τὰ ὄμματά τινι PLUT abaisser les yeux sur qch;<br /><b>II.</b> suggérer ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> indiquer, dicter, souffler : ὑπ. παιδὶ τὸν λόγον ISOCR dicter à un enfant ce qu’il doit dire ; <i>abs.</i> ὑποβάλλειν δυνήσεσθε [[ἤν]] [[τι]] ἐπιλανθάνωνται XÉN vous pourrez leur indiquer, s’ils oublient qch;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> inspirer, exciter : ἡδονάς PLUT inspirer le goût des plaisirs;<br /><b>III.</b> objecter, interrompre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποβάλλομαι;<br /><b>1</b> jeter <i>ou</i> mettre sous soi : πορφυρίδας LUC des tapis de pourpre ; <i>fig.</i> soumettre à son autorité ; <i>en gén.</i> s’emparer de, s’approprier : [[δόξαν]] PLUT la gloire d’autrui;<br /><b>2</b> jeter en dessous ; poser les fondements de, acc.;<br /><b>3</b> supposer <i>ou</i> substituer frauduleusement : [[παιδίον]] faire passer pour sien un enfant supposé ; <i>fig.</i> ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους SOPH ils trompent par de faux discours <i>litt.</i> en supposant des discours.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
(Ep. ὑββάλλω, v. infr.).
A throw, put, or lay under, as cloths, carpets, and the like, ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν Od.10.353; κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων carpets of Milesian wool, Eub.90.2, cf. X.Cyr.5.5.7; ὑ. πλευροῖς πλευρά E.Or.223, etc.; ὑπὸ τοὺς πόδας ὑ. τι X.Oec.18.5; ὑ. ταῖς μασχάλαις τὰς χεῖρας Sor.2.59; ὑ. αἶγας τοῖς τράγοις, of breeders, Longus 3.29; ὑ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγάς Plu.Brut.31; ὑ. τινὰς τοῖς θηρίοις throw them under the elephants' feet, Plb.1.82.2; ὑ. τοὺς δακτύλους, of a flute-player, put down, Luc.Harm.1; ὑ. [φάρμακον] ὑπὸ τὰ βλέφαρα insert under the eyelids, Sever. ap. Aët.7.32; τοῖς φορείοις τῶν γυναικῶν ὑ. τὰ ὄμματα cast furtive glances at, Plu.2.522a, cf. Eust.1406.36:—Med. and Pass., place under oneself or have placed under one, λυκοφάνους ὑποβάλλεσθαι Plu.2.237b; πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc.Symp.13. 2 lay under, as a beginning, foundation, Aeschin.1.24 (cj. Reiske for ὑπολαβών):—in Med., θεμέλιον ὑ. τυραννίδος Plb.13.6.2; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος the first founder, Str.12.3.30. 3 subject, submit, ἐχθροῖς ἐμαυτόν E.HF1384, cf. Aeschin.3.90; ὑπὸ τοσαύτας συμφορὰς σφᾶς αὐτούς Isoc.8.113. II Med., bring in another's child as one's own, Hdt.5.41, Ar.Th.340,407,565, Pl.R.538a, D.21.149, etc.; or palm off one's own child as another's, ἡ ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν Arist.Rh.1400a24:—Pass., τῶν ὑποβαλλομένων (sc. παίδων) Id.Rh.Al.1421a29:—the origin of this phrase is plain from the words of E., μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρᾳ Alc.639, cf. Supp. 1160 (lyr.), X.Cyn.7.3; v. ὑποβολιμαῖος. 2 Med., of a drama, [Εὐριπίδης] τὸ δρᾶμα (sc. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Arist.Fr.635: metaph., ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους with false suggestions they spread secret rumours, S.Aj.188 (lyr.); cf. Isoc.15.21 and v. ὑπόβλητος. 3 suborn, Act.Ap.6.11:—Pass., of an informer, App. BC1.74. III suggest, whisper, as a prompter does, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν Il.19.80 (where Sch.B expl. it to interrupt); ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται X.Cyr.3.3.55, cf. Pl.Grg.491a, D.21.204, Aeschin.3.48; ὑ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ib.22; ἐγώ σοι λόγον ὑποβαλῶ καλόν Id.1.121; ὑ. παιδὶ λόγον dictate, Isoc.12.231, cf. 5.149; ὑ. ὀνόματα, of an informer, Lys.13.25; τὸν -οντα τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς Plu.2.404b; τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑ. τοῖς τοιούτοις Arist.Pol.1342b22; ταῦτα ἡ αἴσθησις ὑ. Epicur.Ep.2p.39U.; so, provoke, produce, ib.1p.29U., etc.: cf. ὑποβλήδην 1.1, ὑποβολή 1.3. IV Med., appropriate to oneself, ἀλλότρια Str.17.1.5; δόξαν Plu.Pomp.31. 2 attempt a work, σύνταξιν καὶ ἱστορίαν Id.Dem.2.
German (Pape)
[Seite 1210] (s. βάλλω), 1) darunterwerfen, unterlegen, λῖτα Od. 10, 353; πλευροῖς πλευρά Eur. Or. 223; unterwerfen, ἐμαυτὸν ἐχθροῖς ὑποβαλών Herc. für. 1384; u. pass., μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρα Alc. 642; τὸ σῶμα ὑποβάλλειν ἔργοις Xen. Ephes. 5, 8; unterschieben, τί τινος, Sp.; auch med., ὑποβάλλεσθαι θεμέλιον τυραννίδος Pol. 13, 6, 2; übh. darunter stellen, bringen, dahinter stellen, 5, 23, 3, zw.; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος, der erste Gründer, einer Stadt, Strab. 12, 3, 30; – med. sich Etwas unterlegen, ὑπὸ τοὺς πόδας, Xen. Oec. 18, 5; od. sich Etwas unterlegen lassen, unterschieben lassen, z. B. ein Kind, Her. 5, 41; Ar. Th. 340. 407. 565; Plat. Rep. XII, 538 a Menex. 237 c; – sich unterwerfen, ὑπέβαλεν ἑαυτὸν Θηβαίοις Aesch. 3, 90; ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr.; auch τοῖς θηρίοις τινά, vorwerfen, Pol. 1, 82, 2; τοῖς ὄχλοις 15, 21, 2; u. τὴν πατρίδα ὑπὸ τὴν τῶν πλεῖον δυναμένων ἐξουσίαν 17, 15, 3; ἀλλότρια, sich fremdes Eigenthum zueignen, Strab. – 2) ein Wort darunter, dazwischen werfen, einwenden, in die Rede fallen, unterbrechen, in epischer Form ὑββάλλειν Il. 19, 80; εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους Soph. Ai. 187, wo es aber den Nebenbegriff des Falschen, Erdichteten hat, ὑποβλήτως λέγειν erkl. Suid.; vgl. Isocr. 15, 21; Plat. Gorg. 491 a; entgegnen, Dem. 21, 204. – 3) unter den Fuß, an die Hand geben, eingeben, τινί τι, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. Cyr. 3, 3, 55; dictiren, ὑπέβαλον τῷ παιδὶ τὸν λόγον Isocr. 12, 231; vgl. Lys. 13, 25; Aesch. 3, 22 u. A. – 4) unterlegen, von Thieren, bespringen lassen, αἶγας τοῖς τράγοις Long. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβάλλω: (Ἐπικ. ὑββάλλω, ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -βαλῶ. ― βάλλω, ὑποκάτω ἢ ἁπλώνω τι, οἷον ὕφασμα ἢ τάπητα ἢ ἄλλο τι, Λατ. sub-ternere, ὑπένερθε δὲ λῖθ’ ὑπέβαλλεν Ὀδ. Κ. 353· κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων, τάπητας ἐκ..., Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 5, 7· ὑπ. πλευροῖς πλευρὰ Εὐρ. Ὀρ. 223, κλπ.· ὑπ. τι ὑπὸ πόδας Ξεν. Οἰκον. 18. 5· ὑπ. αἶγας τοῖς τράγοις, ὡς τὸ Λατ. submitiere, Λόγγ. 3. 21· ὑπ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγὰς Πλουτ. Βροῦτ. 31· ὑπ. τινὰς τοῖς θηρίοις, ῥίπτειν αὐτοὺς ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν θηρίων (δηλ. τῶν ἐλεφάντων), Πολύβ. 1. 82, 2· ὑποβάλλω τὰ ὄμματά τινι, ῥίπτω τὰ βλέμματά μου ἐπί τινος, Πλούτ. 2. 522Α· ὑπ. δακτύλους, ἐπὶ αὐλητοῦ, Λουκ. Ἁρμον. 1. ― Μέσ. καὶ παθ., θέτω ὑποκάτω μου, ἢ ἔχω θέσῃ ὑποκάτω μου, ὑποβάλλεσθαι λυκοφώνας Πλούτ. 2. 237Β· πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Λουκ. Συμπ. 13· ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23, ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὑποβαλοῦσα ἑαυτὴν ὑποκάτω, πλαγιάσασα ὑποκάτω. 2) θέτω ὑποκάτω ὡς ἀρχὴν ἢ θεμέλιον, Αἰσχίν. 4. 19· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Πολύβ. 13. 6, 2. ― Παθ., Στράβ. 556. 3) ὑποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτὸν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1384, πρβλ. Αἰσχίν. 66. 25· σφᾶς αὐτοὺς ὑπὸ τὰς συμφορὰς Ἰσοκρ. 182Β. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παραλαμβάνω νόθον ἢ ξένον τέκνον ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ μου, Λατ. supp?nere, Ἡρόδ. 5. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 340, 407, 565, Πλάτ. Πολ. 538Α, Δημ. 563. 5, κλπ.· καὶ ἐν τῷ παθ., τῶν ὑποβαλλομένων (ἐξυπακ. παίδων) Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 15· ― ἡ ἀρχὴ τῆς φράσεως ταύτης εἶναι φανερὰ ἐκ τοῦ Εὐριπιδείου, μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρα Ἄλκ. 639, πρβλ. Ἱκ. 1160, Ξεν. Κυνηγ. 7, 3· ἴδε ὑποβολιμαῖος. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ δράματος, Εὐριπίδης τὸ δρᾶμα (δηλ. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 592· ― μεταφορ. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους, διὰ ψευδῶν φημῶν διαδίδουσι κρυφίαν φήμην, Σοφ. Αἴ. 188· πρβλ. Ἰσοκρ. 314C καὶ ἴδε ὑπόβλητος. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καταγγέλοντός τι καὶ δίδοντος εἴδησιν, ὑποκινοῦμαι, ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ ἱερεῖ τοῦ Διὸς Μερόλᾳ... καὶ Λουτατίῳ Κάτλῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 74. ΙΙΙ. ὑποψιθυρίζω, ὑποκρούω, ἐμποδίζω τὸν λέγοντα, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλειν Ἰλιὰς Τ. 80 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.)· ὑπενθυμίζω, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 55, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 491Α, Δημ. 580. 6, Αἰσχίν. 60. 24· ὑποβ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ὁ αὐτ. 57. 2· ὑποβ. λόγον τινὶ ὁ αὐτ. 17. 9· ὑπ. λόγον παιδί, ὑπαγορεύω, Ἰσοκρ. 280Ε, πρβλ. 112C· ὑπ. ὀνόματα, ἐπὶ τοῦ καταδότου, Λυσί. 132. 9· Ἀπόλλων ὑπ. τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμοὺς Πλούτ. 2. 404C· τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 13, κλπ.· ― πρβλ. ὑποβλήδην Ι, ὑποβολὴ Ι. 3. IV. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἰδιοποιοῦμαι, ἀλλότρια Στράβ. 790 δόξαν Πλουτ. Πομπ. 31. 2) ἐπιχειρῶ ἔργον, ὁ αὐτ. ἐν Δημ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποβαλῶ, ao.2 ὑπέβαλον, etc.
I. jeter sous, mettre sous :
1 au propre λῖτα OD jeter un tapis sous ; μαστῷ γυναῖκος EUR placer un petit enfant sous le sein d’une femme, le suspendre au sein d’une femme;
2 jeter en bas, poser en bas, abaisser : τὰ ὄμματά τινι PLUT abaisser les yeux sur qch;
II. suggérer ; particul.
1 indiquer, dicter, souffler : ὑπ. παιδὶ τὸν λόγον ISOCR dicter à un enfant ce qu’il doit dire ; abs. ὑποβάλλειν δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται XÉN vous pourrez leur indiquer, s’ils oublient qch;
2 en gén. inspirer, exciter : ἡδονάς PLUT inspirer le goût des plaisirs;
III. objecter, interrompre;
Moy. ὑποβάλλομαι;
1 jeter ou mettre sous soi : πορφυρίδας LUC des tapis de pourpre ; fig. soumettre à son autorité ; en gén. s’emparer de, s’approprier : δόξαν PLUT la gloire d’autrui;
2 jeter en dessous ; poser les fondements de, acc.;
3 supposer ou substituer frauduleusement : παιδίον faire passer pour sien un enfant supposé ; fig. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους SOPH ils trompent par de faux discours litt. en supposant des discours.
Étymologie: ὑπό, βάλλω.