παρατείνω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρατείνω''': [[ἐκτείνω]] κατὰ [[μῆκος]], παρατεταμέναι χεῖρες Ἱππ. π. Ἀγμῶν 761, 12· [[παρά]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἀναπτύσσω]] τὴν φάλαγγα, Λατιν. ordines explicare, Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας Ξεν. Ἀν. 7. 3, 48· παρετέτατο δὲ ἡ [[τάφρος]] ἄνω διὰ τοῦ πεδίου ἐπὶ [[δώδεκα]] παρασάγγας, ἐξετείνετο δέ, κλ., [[αὐτόθι]] 1. 7, 15, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 185. - Παθ., ἐκτείνομαι κατὰ [[μῆκος]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ. Ι)· ἁπλώνομαι καὶ τανύομαι [[κάτω]] ὡς τὰ δέρματα ὑπὸ τῶν βυρσοδεψῶν, ταπεινοῦμαι, ὑπὸ γὰρ αὐτῶν παρετάθη καὶ Περικλέους, περὶ τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον, [[διότι]] ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ὑπάρχει: παρατέταμαι μακρὰ [[πόρρω]] [[πάνυ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 213, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· πρβλ. [[ἐκτάδην]]. 2) καταπονῶ, κατακουράζω, Πλούτ. 2. 135D· μεταφορ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11. - Παθ., βασανίζομαι, λιμῷ Πλάτ. Συμπ. 207Β· κατακουράζομαι, [[μετὰ]] μετοχ., παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθεὶς Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 13, 6· παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων, σχεδὸν ἔσκασα τρώγων παχέα φαγητά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· γελῶντε ... ὀλίγου παρετάθησαν (διάφ. γραφ. παρείθησαν) Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ... θαμὰ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204C· - [[ἀλλά]], πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, [[ἐκτείνω]] τὰς δυνάμεις μου μέχρις ἐσχάτων, [[ἀγωνίζομαι]] μέχρις ἐσχάτων, Θουκ. 3. 46. 3) [[ἐπιμηκύνω]], [[ἐκτείνω]], τοὺς λόγους Ἀριστ. Ποιητ. 17, 5, πρβλ. 9, 11· ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Λουκ. Ἰκαρομ. 29, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 4. 2· τὴν ἀκρόασιν ὁ αὐτ. ἐν Εἰκόσι 13· - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 4, κτλ. 4) ὡς τὸ [[παραβάλλω]] VIII, [[ἐφαρμόζω]] σχῆμά τι εἰς εὐθεῖαν γραμμήν, Πλάτ. Μένων 87Α, πρβλ. Πολ. 527Α. 5) κοιλίαν π., ποιῶ εὐκοίλιον, Φιλιστίων παρ’ Ἀθην. 115Ε. 6) [[μηκύνω]] λέξιν τινὰ ἐν τῇ προφορᾷ, [[προφέρω]] αὐτὴν μακρῶς, Λατιν. producere, γοερόν τι φθεγγόμενος καὶ παρατείνων ἕκαστον τῶν ὀνομάτων Λουκ. π. Πένθους 13· [[ἐπιμηκύνω]] τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, [[ἠρέμα]] καὶ αὐτὸς [[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν .. καὶ παρατείνων τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς ὁ αὐτ. π. Οἴκου 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνομαι ἢ [[κεῖμαι]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] ἐπὶ τείχους, ἐπὶ τῆς γραμμῆς χώρας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 180· μετ’ αἰτ. τόπου, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ [[Καύκασος]] παρατείνει [[αὐτόθι]] 203, πρβλ. Θουκ. 4. 8. - Παθ., παρατέταται τὸ [[ὄρος]] Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 4. 38· ἡ δέ γε [[Εὔβοια]] ... ἡδὶ παρατέταται ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας, Ι. 1 ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ) Ἀριστοφ. Νεφέλ. 212· - [[ὡσαύτως]], παρατείνειν [[παρά]] τι Πολύβ. 6. 31, 5· καὶ [[μετὰ]] δοτ., π. τῷ κόλπῳ Στράβ. 335. 2) ἐκτείνομαι, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου [[κάτω]] π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4 4, 20· ἐκτείνομαι εἰς, πάντας χρόνους καὶ τόπους Ἀριστείδ. 1, σ. 11. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐξακολουθῶ, [[πόλεμος]] π. εἰς ἔτη μ’ Ἀππ. Συρ. 48· - ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ, ἕως ..., μέχρις ..., Πλούτ. 2. 832F, πρβλ. Λουκ. Μακροβ. 3. 4) ὡς βοηθητ. ῥῆμ., [[μετὰ]] μετοχ., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς [[ταῦτα]]; ἕως [[πότε]] θὰ ἐξακολουθῇς νὰ φοβῆσαι [[ταῦτα]]; Λατιν. quousque tendes ἢ perges haec timere? Φιλόστρ. 302, πρβλ. 208. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παρατείνει· παρέλκει. πλατύνει», καὶ «παρατενεῖς· ἀπολεῖς». | |lstext='''παρατείνω''': [[ἐκτείνω]] κατὰ [[μῆκος]], παρατεταμέναι χεῖρες Ἱππ. π. Ἀγμῶν 761, 12· [[παρά]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἀναπτύσσω]] τὴν φάλαγγα, Λατιν. ordines explicare, Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας Ξεν. Ἀν. 7. 3, 48· παρετέτατο δὲ ἡ [[τάφρος]] ἄνω διὰ τοῦ πεδίου ἐπὶ [[δώδεκα]] παρασάγγας, ἐξετείνετο δέ, κλ., [[αὐτόθι]] 1. 7, 15, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 185. - Παθ., ἐκτείνομαι κατὰ [[μῆκος]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ. Ι)· ἁπλώνομαι καὶ τανύομαι [[κάτω]] ὡς τὰ δέρματα ὑπὸ τῶν βυρσοδεψῶν, ταπεινοῦμαι, ὑπὸ γὰρ αὐτῶν παρετάθη καὶ Περικλέους, περὶ τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον, [[διότι]] ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ὑπάρχει: παρατέταμαι μακρὰ [[πόρρω]] [[πάνυ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 213, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· πρβλ. [[ἐκτάδην]]. 2) καταπονῶ, κατακουράζω, Πλούτ. 2. 135D· μεταφορ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11. - Παθ., βασανίζομαι, λιμῷ Πλάτ. Συμπ. 207Β· κατακουράζομαι, [[μετὰ]] μετοχ., παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθεὶς Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 13, 6· παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων, σχεδὸν ἔσκασα τρώγων παχέα φαγητά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· γελῶντε ... ὀλίγου παρετάθησαν (διάφ. γραφ. παρείθησαν) Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ... θαμὰ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204C· - [[ἀλλά]], πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, [[ἐκτείνω]] τὰς δυνάμεις μου μέχρις ἐσχάτων, [[ἀγωνίζομαι]] μέχρις ἐσχάτων, Θουκ. 3. 46. 3) [[ἐπιμηκύνω]], [[ἐκτείνω]], τοὺς λόγους Ἀριστ. Ποιητ. 17, 5, πρβλ. 9, 11· ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Λουκ. Ἰκαρομ. 29, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 4. 2· τὴν ἀκρόασιν ὁ αὐτ. ἐν Εἰκόσι 13· - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 4, κτλ. 4) ὡς τὸ [[παραβάλλω]] VIII, [[ἐφαρμόζω]] σχῆμά τι εἰς εὐθεῖαν γραμμήν, Πλάτ. Μένων 87Α, πρβλ. Πολ. 527Α. 5) κοιλίαν π., ποιῶ εὐκοίλιον, Φιλιστίων παρ’ Ἀθην. 115Ε. 6) [[μηκύνω]] λέξιν τινὰ ἐν τῇ προφορᾷ, [[προφέρω]] αὐτὴν μακρῶς, Λατιν. producere, γοερόν τι φθεγγόμενος καὶ παρατείνων ἕκαστον τῶν ὀνομάτων Λουκ. π. Πένθους 13· [[ἐπιμηκύνω]] τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, [[ἠρέμα]] καὶ αὐτὸς [[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν .. καὶ παρατείνων τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς ὁ αὐτ. π. Οἴκου 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνομαι ἢ [[κεῖμαι]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] ἐπὶ τείχους, ἐπὶ τῆς γραμμῆς χώρας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 180· μετ’ αἰτ. τόπου, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ [[Καύκασος]] παρατείνει [[αὐτόθι]] 203, πρβλ. Θουκ. 4. 8. - Παθ., παρατέταται τὸ [[ὄρος]] Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 4. 38· ἡ δέ γε [[Εὔβοια]] ... ἡδὶ παρατέταται ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας, Ι. 1 ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ) Ἀριστοφ. Νεφέλ. 212· - [[ὡσαύτως]], παρατείνειν [[παρά]] τι Πολύβ. 6. 31, 5· καὶ [[μετὰ]] δοτ., π. τῷ κόλπῳ Στράβ. 335. 2) ἐκτείνομαι, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου [[κάτω]] π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4 4, 20· ἐκτείνομαι εἰς, πάντας χρόνους καὶ τόπους Ἀριστείδ. 1, σ. 11. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐξακολουθῶ, [[πόλεμος]] π. εἰς ἔτη μ’ Ἀππ. Συρ. 48· - ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ, ἕως ..., μέχρις ..., Πλούτ. 2. 832F, πρβλ. Λουκ. Μακροβ. 3. 4) ὡς βοηθητ. ῥῆμ., [[μετὰ]] μετοχ., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς [[ταῦτα]]; ἕως [[πότε]] θὰ ἐξακολουθῇς νὰ φοβῆσαι [[ταῦτα]]; Λατιν. quousque tendes ἢ perges haec timere? Φιλόστρ. 302, πρβλ. 208. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παρατείνει· παρέλκει. πλατύνει», καὶ «παρατενεῖς· ἀπολεῖς». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παρατενῶ, <i>ao.</i> παρέτεινα, <i>pf.</i> παρατέτακα;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> étendre à côté, développer, acc. ; tirer en longueur : παρατείνειν ὀνόματα LUC prononcer lentement les mots ; παρατείνειν τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς LUC prolonger les derniers sons de la voix;<br /><b>II.</b> tendre le long de, <i>particul.</i> étendre sur le chevalet ; torturer ; <i>p. suite, au Pass.</i> périr, mourir : πόθῳ PLUT de désir;<br /><b>III.</b> traîner en longueur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> amuser, retenir, faire attendre τινά, qqn;<br /><b>2</b> prolonger : βίον [[ἕως]], <i>gén.</i> PLUT prolonger sa vie jusqu’à, <i>etc.</i><br /><b>3</b> ajourner, différer, acc.;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s’étendre <i>en parl. d’un lieu</i> avec l’acc. <i>du lieu jusqu’où s’étend une région</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρατείνομαι s’étendre le long de <i>en parl. de lieux, de pays, etc.</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -τενῶ Hsch.: pf. -τέτᾰκα Plu.2.832f :—stretch out along, beside, or near, χεῖρες παρατεταμέναι Hp.Fract. 13 ; βραχίων παρὰ τὰς πλευρὰς παρατεταμένος Id.Art. 1 ; extend, deploy, τὴν φάλαγγα X. An.7.3.48 ; π. ἔλυτρον Hdt.1.185 ; παρετέτατο ἡ τάφρος X.An. 1.7.15 : —Pass., extend along (v. infr. 11.1) ; to be stretched at length, laid low, Ar.Nu. 213. 2. stretch on the rack, torture, Plu.2.135d : metaph., X. Cyr.1.3.11 :—Pass., to be tortured, λιμῷ Pl.Smp. 207b ; to be worn out, c. part., παρετάθη μακρὰν σδὸν πορευθείς X.Mem.3.13.6 ; παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων I am nigh dead with eating dainties, Ar.Fr.506.1 ; γελῶντες . . ὀλίγου παρετάθησαν Pl.Euthd.303b ; παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ . . θαμὰ λέγοντος Id.Ly.204c ; but πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι ἐς τοὔσχατον will strain themselves to the uttermost, hold out to the last, Th.3.46. 3. prolong, protract, τοὺς λόγους Arist.Po. 1455b2 ; μῦθον ib.1451b38 ; ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Luc.Icar.29, cf. DMort.4.2 ; τὴν ἀκρόασιν Id.Im. 13 :—Pass., Id.Am.4, etc.; ἐνεστῶτος τοῦ παρατεινομένου A.D.Synt. 253.3. b. delay, τὴν ἀπόδοσιν POxy. 237 viii 10 (ii A. D.). 4. apply a figure to a straight line, Pl.Men.87a : abs., Id.R.527a. 5. κοιλίαν π. relax the bowels, Philistio ap. Ath.3.115e. 6. lengthen in pronunciation, ὄνομα Luc.Luct.13 ; prolong a sound, of echo, Id.Dom.3. II. intr., stretch or lie beside or along, of a wall, a line of country, etc., Hdt.1.180 : c. acc. loci, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει ib. 203, cf. Th.4.8 :—Pass., παρατέταται ὄρος Hdt.2.8, cf. 4.38 ; ἡ δέ γ' Εὔβοια. . ἡδὶ παρατέταται (with a pun on signf. 1.1 in next line), Ar.Nu.212 ; also παρατείνειν παρὰ τὰ μέρη Plb.6.31.5 : c. dat., π. τῷ κόλπῳ Str.8.2.2 : so metaph., ψυχὴ μικρῷ σώματι -τείνουσα Demetr. Lac.Herc.1055.10. 2. extend, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου κάτω π. Arist.HA529a22 ; extend over, πάντας χρόνους καὶ τόπους Aristid.1.11 J. 3. of Time, extend, ἐνιαυτοῦ μῆκος π. J.AJ 15.7.4 ; παρατείνοντος τοῦ πότου Parth.8.5 ; πόλεμος π. εἰς ἔτη μ App. Syr.48 ; continue one's life, live, ἕως... μέχρι... Plu.2.832f, 839e ; ἐπὶ τρεῖς γενεάς Luc. Macr.3. 4. as aux. Verb, c. part., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα ; how long will you go on fearing this ? Philostr. VA7.22, cf. 5.26.
German (Pape)
[Seite 502] (s. τείνω), 1) daneben, dabei ausspannen, ausstrecken; ξόανον ἔχον τὰς χεῖρας παρατεταμένας D. Sic. 1, 98, u. a. Sp.; ὀπίσω τὸ ἱμάτιον, ausbreiten, Plut. Camill. 33; – μῦθον, ausdehnen, Arist. poet. 9. – Geometrisch eine Figur an einer Linie entlang, über der Linie beschreiben, τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν, Plat. Rep. VII, 527 a, vgl. Men. 87 a. – Mit Beziehung auf die Zeit, hinhalten, in die Länge ziehen, aufhalten u. dadurch ermüden, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plut. u. A.; u. ähnlich, τίνα πόλιν οἴεσθε πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι εἰς τοὔσχατον, Thuc. 3, 46, sich bis aufs Aeußerste halten. – 2) intrans., sich daneben, davor erstrecken, ausdehnen, quer davor liegen, von einen Landstrich, der sich neben dem andern hinzieht, c. accus., τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει, Her. 1, 203, wie Thuc. 4, 8, παρατείνουσα τὸν λιμένα, sich vor dem Hafen hinerstreckend; u. Sp., δίοδος παρατείνουσα παρὰ πάντα τὰ μέρη, Pol. 6, 31, 5. So auch das pass., τῇ ὄρος παρατέταται, Her. 2, 8; ἡ δέ γ' Εὔβοια, ἣ παρατέταται μακρὰ πόῤῥω πάνυ, Ar. Nubb. 212, wo ein Wortspiel gemacht wird, οἶδ', ὑπὸ γὰρ ἡμῶν παρετάθη, Schol. ἐξετρυχώθη, κατεπονήθη; auch von Todten, lang ausgestreckt daliegen, s. Valck. Phoen. 1591; τῷ λιμῷ παρατεινόμενα, von Hunger hingestreckt, Plat. Conv. 207 b, vgl. παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ἀκούων θαμὰ λέγοντος, Lys. 204 c; παρετάθη μακρὰν ὁδὸν πορευθείς, Xen. Mem. 3, 13, 6; Sp.; vgl. unser abspannen; die VLL. erkl. dah. παρατενεῖς durch ἀπολεῖς; auch act. hieß es »die Glieder auf der Folter ausrecken«, u. dah. foltern, martern, übertr., παρατεινόμενος πόθῳ, Plut. Sol. 7. – Von der Zeit, sich hinziehen, in die Länge ziehen, Τειρεσίαν μέχρις ἓξ γενεῶν παρατεῖναι λέγει, Luc. Macrob. 3; ὁ πόλεμος παρατείνας εἰς ἔτη τεσσαράκοντα, App. Syr. 48, u. a. Sp., bei denen es förmlich zu einem Hülfsverbum wird, ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα; wie lange wirst du dies fürchten? Philostr. p. 302. – Bei Ath. III, 115 e, κοιλίαν παρατείνειν, Ggstz von ἱστάνειν, Leibesöffnung befördern.
Greek (Liddell-Scott)
παρατείνω: ἐκτείνω κατὰ μῆκος, παρατεταμέναι χεῖρες Ἱππ. π. Ἀγμῶν 761, 12· παρά τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780· ἀναπτύσσω τὴν φάλαγγα, Λατιν. ordines explicare, Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας Ξεν. Ἀν. 7. 3, 48· παρετέτατο δὲ ἡ τάφρος ἄνω διὰ τοῦ πεδίου ἐπὶ δώδεκα παρασάγγας, ἐξετείνετο δέ, κλ., αὐτόθι 1. 7, 15, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 185. - Παθ., ἐκτείνομαι κατὰ μῆκος (ἴδε κατωτ. ΙΙ. Ι)· ἁπλώνομαι καὶ τανύομαι κάτω ὡς τὰ δέρματα ὑπὸ τῶν βυρσοδεψῶν, ταπεινοῦμαι, ὑπὸ γὰρ αὐτῶν παρετάθη καὶ Περικλέους, περὶ τῆς Εὐβοίας, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον, διότι ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ὑπάρχει: παρατέταμαι μακρὰ πόρρω πάνυ, Ἀριστοφ. Νεφ. 213, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· πρβλ. ἐκτάδην. 2) καταπονῶ, κατακουράζω, Πλούτ. 2. 135D· μεταφορ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11. - Παθ., βασανίζομαι, λιμῷ Πλάτ. Συμπ. 207Β· κατακουράζομαι, μετὰ μετοχ., παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθεὶς Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 13, 6· παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων, σχεδὸν ἔσκασα τρώγων παχέα φαγητά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· γελῶντε ... ὀλίγου παρετάθησαν (διάφ. γραφ. παρείθησαν) Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ... θαμὰ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204C· - ἀλλά, πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, ἐκτείνω τὰς δυνάμεις μου μέχρις ἐσχάτων, ἀγωνίζομαι μέχρις ἐσχάτων, Θουκ. 3. 46. 3) ἐπιμηκύνω, ἐκτείνω, τοὺς λόγους Ἀριστ. Ποιητ. 17, 5, πρβλ. 9, 11· ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Λουκ. Ἰκαρομ. 29, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 4. 2· τὴν ἀκρόασιν ὁ αὐτ. ἐν Εἰκόσι 13· - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 4, κτλ. 4) ὡς τὸ παραβάλλω VIII, ἐφαρμόζω σχῆμά τι εἰς εὐθεῖαν γραμμήν, Πλάτ. Μένων 87Α, πρβλ. Πολ. 527Α. 5) κοιλίαν π., ποιῶ εὐκοίλιον, Φιλιστίων παρ’ Ἀθην. 115Ε. 6) μηκύνω λέξιν τινὰ ἐν τῇ προφορᾷ, προφέρω αὐτὴν μακρῶς, Λατιν. producere, γοερόν τι φθεγγόμενος καὶ παρατείνων ἕκαστον τῶν ὀνομάτων Λουκ. π. Πένθους 13· ἐπιμηκύνω τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἠρέμα καὶ αὐτὸς ὥσπερ τὰ ἄντρα συνεπηχῶν .. καὶ παρατείνων τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς ὁ αὐτ. π. Οἴκου 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνομαι ἢ κεῖμαι πλησίον ἢ κατὰ μῆκος ἐπὶ τείχους, ἐπὶ τῆς γραμμῆς χώρας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 180· μετ’ αἰτ. τόπου, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει αὐτόθι 203, πρβλ. Θουκ. 4. 8. - Παθ., παρατέταται τὸ ὄρος Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 4. 38· ἡ δέ γε Εὔβοια ... ἡδὶ παρατέταται (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας, Ι. 1 ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ) Ἀριστοφ. Νεφέλ. 212· - ὡσαύτως, παρατείνειν παρά τι Πολύβ. 6. 31, 5· καὶ μετὰ δοτ., π. τῷ κόλπῳ Στράβ. 335. 2) ἐκτείνομαι, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου κάτω π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4 4, 20· ἐκτείνομαι εἰς, πάντας χρόνους καὶ τόπους Ἀριστείδ. 1, σ. 11. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐξακολουθῶ, πόλεμος π. εἰς ἔτη μ’ Ἀππ. Συρ. 48· - ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ, ἕως ..., μέχρις ..., Πλούτ. 2. 832F, πρβλ. Λουκ. Μακροβ. 3. 4) ὡς βοηθητ. ῥῆμ., μετὰ μετοχ., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα; ἕως πότε θὰ ἐξακολουθῇς νὰ φοβῆσαι ταῦτα; Λατιν. quousque tendes ἢ perges haec timere? Φιλόστρ. 302, πρβλ. 208. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παρατείνει· παρέλκει. πλατύνει», καὶ «παρατενεῖς· ἀπολεῖς».
French (Bailly abrégé)
f. παρατενῶ, ao. παρέτεινα, pf. παρατέτακα;
A. tr. I. étendre à côté, développer, acc. ; tirer en longueur : παρατείνειν ὀνόματα LUC prononcer lentement les mots ; παρατείνειν τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς LUC prolonger les derniers sons de la voix;
II. tendre le long de, particul. étendre sur le chevalet ; torturer ; p. suite, au Pass. périr, mourir : πόθῳ PLUT de désir;
III. traîner en longueur, d’où
1 amuser, retenir, faire attendre τινά, qqn;
2 prolonger : βίον ἕως, gén. PLUT prolonger sa vie jusqu’à, etc.
3 ajourner, différer, acc.;
B. intr. s’étendre en parl. d’un lieu avec l’acc. du lieu jusqu’où s’étend une région;
Moy. παρατείνομαι s’étendre le long de en parl. de lieux, de pays, etc. τινι.
Étymologie: παρά, τείνω.