ἀπηνής: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> rude dur, cruel;<br /><b>2</b> indécent, obscène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> rude dur, cruel;<br /><b>2</b> indécent, obscène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές (opp. ἐν-ηής): [[unfeeling]], [[harsh]], Il. 1.340, Od. 19.329 ; [[θῦμός]], Il. 15.94; [[νόος]], Il. 16.35; [[μῦθος]], Il. 15.202. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, Ep. Adj.
A ungentle, rough, hard, of persons, Il.1.340; ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀ. 16.35, cf. Od.18.381; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀ. Il. 15.94; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε ib.202, cf. Od.18.381, al.; ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔη καὶ ἀπηνέα εἰδῇ cruel himself and full of cruel thoughts, 19.329.—Rare in Att. (never in Trag.), ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.Nu.974 (anap.); ἀπηνές τι εἰπεῖν Pl.Phdr.257b (but ἀπηχές (q.v.) Hermias adloc.), cf.Lg.950b, Call.Iamb.1.257; freq. in later Prose, as Onos.42.23, Phld.D.3Fr.69, D.S.9.24, Plu.2.678b, 970c, Luc.Nec.18; τὸ ἐς ἀλλήλους ἀ. Procop.Goth.4.35: Comp. -έστερος J.BJ5.7.4, Adam.2.44: Sup. -έστατος Ael.NA3.26; τοῖς φίλοις J.BJ 1.24.8. Adv. -νῶς D.Chr.32.53, Plu.2.19b; πρὸς φίλους ἀπηνῶς ζῆν ib.525d: Comp. -έστερον J.AJ11.6.9. II in physical sense, σπλὴν ἀ. hard, Aret.SD1.14, cf. 2.12; unpleasant to taste, CA1.5. (Cf. προσ-ηνής, Goth. ansts 'favour'.)
German (Pape)
[Seite 290] ές (den Ggstz bilden ἐνηής u. προσηνής), unfreundlich, hart, νόος Iliad. 16, 35. 23, 484 Od. 18, 381; θυμός Od. 23, 97. 230; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής Iliad. 15, 94. 23, 6 l 1; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε 15, 202; βασιλεύς 1, 340; Od. 19, 329 ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ; Ar. Nub. 961; neben ἀκήλητος Theocr. 22, 169; καὶ ἄγριος Plat. Legg. XII, 950 b; εἴ τίσοι ἀπηνὲς εἴπομεν Phaedr. 257 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηνής: -ές, Ἐπ. ἐπίθ., τραχύς, χαλεπός, σκληρός, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, καὶ πρὸς βασιλῆος ἀπηνέος Ἰλ. Α. 340· οὕτως, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπ. Π. 35· θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπ. Ο. 94· μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε αὐτόθι 202, πρβλ. Ὀδ. Σ. 381, κ. ἀλλ. ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἒῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Τ. 329: ― σπάν. παρ’ Ἀττ. (οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.)· ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δειξιαν ἀπηνὲς Ἀριστοφ. Νεφ. 974 (ἑξαμ.)· ἀπηνές τι εἰπεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 257B· πρβλ. Νόμ. 950Ε· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 553. 23, Πλουτ., κλ., ἴδε Ούϋττεμβ. ἐν τοῖς Πίναξι: ― Ἐπίρρ. -νῶς Δίων Χρ. 1. 679. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σπλὴν ἀπηνής, σκληρά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14., πρβλ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5. Ἐντεῦθεν, ἀπηνοειδῶς, Ἐκκλ.: ― ἀπηνότης, ἡ, =ἀπήνεια, Ἐκκλ.: ― καὶ ἀπηνόφρων, ον ἀπηνὴς τὰς φρένας, ὠμόφρων, θηριώδης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 159. (Ἡ ῥίζα τῆς καταλήξεως -ηνής, ἥτις ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῇ ἐναντίᾳ λέξει προσηνής, ἴσως δὲ καὶ ἐν τῷ πρηνής, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς βεβαιωμένη: ἴδε ὅμως Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθ. 419).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 rude dur, cruel;
2 indécent, obscène.
Étymologie: DELG étym. peu claire.
English (Autenrieth)
ές (opp. ἐν-ηής): unfeeling, harsh, Il. 1.340, Od. 19.329 ; θῦμός, Il. 15.94; νόος, Il. 16.35; μῦθος, Il. 15.202.