γνωτός: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ή <i>poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> connu, su <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> connu, familier.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]] ; cf. [[γνωστός]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> parent par le sang;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> frère consanguin, frère.<br />'''Étymologie:''' R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; [[γνωτός]] = <i>lat.</i> gnatus. | |btext=<span class="bld">1</span>ή <i>poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> connu, su <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> connu, familier.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]] ; cf. [[γνωστός]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> parent par le sang;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> frère consanguin, frère.<br />'''Étymologie:''' R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; [[γνωτός]] = <i>lat.</i> gnatus. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[known]]; [[also]], [[related]] by [[blood]], Il. 3.174; [[brother]], Il. 17.35, etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
(A), ή, όν (ός, όν S.OT396), older and more correct form of γνωστός (Eust.400.26, 1450.62):—of things,
A perceived, understood, known, Il.7.401, Od.24.182; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι S.OT58; [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν ib.396. 2 of persons, well-known, ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ Id.Fr.282.
γνωτός (B), ή,
A kinsman, kinswoman, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.15.350; θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα 3.174, cf. 22.234; γνωτὸν μητρυιῆς 13.697; brother, A.R.1.53; sister, αὐτὴ . . γνωτή Nicaenet.1.9, cf. Nonn.D.3.313, al.; also, = ἐρωμένη, Hsch. (Cf. Lett. znuots 'son-in-law, brother-in-law', Skt. jñātís 'relative'.)
German (Pape)
[Seite 499] auch 2 Endungen, Soph. O. R. 396, von Hom. an bei Dichtern, eigentlich = gekannt, bekannt, erkennbar, sodann aber auch = verwandt; bei Hom. in eigentlicher Bedeutung Iliad. 7, 401 γνωτὸν δέ, καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστιν, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται; Odyss. 24, 182 γνωτὸν δ' ἦν ὅῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν. In der Bedeutung »verwandt« bezeichnet es bei Hom. ganz bestimmt und ausschließlich den Bruder und die Schwester, nach Aristarchs Beobachtung: Iliad. 14, 485 φράζεσθ' ὡς ὕμιν Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ, ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ. τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντιπέφρακε τὸν γνωτὸν τῷ κασιγνήτῳ σαφῶς· ἔστι γὰρ ἀδελφός; 15, 336 ἄνδρα κατακτάς, γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι γνωτός ὁ ἀδελφός, καὶ Ἐρίωπις ὄνομα κύριον; diese homerische Stelle kehrt wörtlich wieder Iliad. 13, 697; 22, 234 sagt Hektor zum vermeintlichen Deiphobus Δηίφοβ', ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖ. δας; 17, 35 sagt Euphorbus mit Bezug auf seinen getödteten Bruder zum Menelaos νῦν μὲν δή, Μενέλαε διοτρεφές, ἦ μάλα τίσεις γνωτὸν ἐμόν, τὸνἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ' ἀγορ εύεις, vgl. Scholl. Aristonic.; 3, 174 sagt Helena zum Priamus ὁππότε δεῦρο υἱέι σῷ ἑπόμην, θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην καὶ ὁμηλικίην ἐρατεινήν, wo also Helena mit γνωτούς ihre beiden vs. 237 von ihr genannten Brüder Kastor und Polydeukes bezeichnet; endlich 15, 350 erscheint neben dem mascul. das femin., οὐδέ νυ τόν γε γνωτοί τε γνωταί τεπυρὸς λελάχωσιθανόντα, Bruder und Schwestern. Vgl. noch Apollon. Lex. Homer. p. 55, 12. – Ap. Rh. 2, 1160.
Greek (Liddell-Scott)
γνωτός: -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος τύπος τοῦ γνωστός, Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· αὐτόθι 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― ἔνθα ἴσως τὸ γνωτὸν εἶναι οὐδ., πρᾶγμα διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ κόσμος, Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., συγγενής, ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· θάλαμον γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697.
French (Bailly abrégé)
1ή poét. ός, όν :
1 connu, su en parl. de choses;
2 en parl. de pers. connu, familier.
Étymologie: γιγνώσκω ; cf. γνωστός.
2οῦ (ὁ) :
1 parent par le sang;
2 particul. frère consanguin, frère.
Étymologie: R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; γνωτός = lat. gnatus.
English (Autenrieth)
known; also, related by blood, Il. 3.174; brother, Il. 17.35, etc.