βουλή: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>litt.</i> ce qu’on veut ; ce qu’on peut vouloir <i>ou</i> ce qu’il faut vouloir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> volonté, détermination;<br /><b>2</b> conseil, avis ; réflexion, délibération : [[ἐν]] βουλῇ ἔχειν [[τι]] HDT délibérer sur qch;<br /><b>3</b> dessein, projet, plan;<br /><b>II.</b> conseil, assemblée délibérante;<br /><b>1</b> <i>dans HOM</i> conseil des anciens ; <i>dans ESCHL</i> conseil du roi;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> conseil des Cinq-Cents <i>ou</i> Sénat, <i>sorte de conseil d’état chargé de préparer les lois à discuter dans l’assemblée du peuple ou</i> [[ἐκκλησία]] ; ἡ βουλὴ [[οἱ]] [[πεντακόσιοι]] ESCHN le conseil des Cinq-Cents ; ἡ [[κάτω]] [[βουλή]] <i>m. sign.</i> ; ἡ [[ἄνω]] [[βουλή]] <i>ou</i> ἡ [[ἐν]] Ἀρείῳ πάγῳ [[βουλή]] l’Aréopage ; <i>ironiq. en parl. du Sénat</i> ἡ [[βουλή]] ἀπὸ κυάμου THC le sénat de la fève ; <i>de même</i>, conseil <i>ou</i> sénat dans les autres cités grecques;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> le Sénat.<br />'''Étymologie:''' R. Βολ, vouloir ; cf. [[βούλομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>litt.</i> ce qu’on veut ; ce qu’on peut vouloir <i>ou</i> ce qu’il faut vouloir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> volonté, détermination;<br /><b>2</b> conseil, avis ; réflexion, délibération : [[ἐν]] βουλῇ ἔχειν [[τι]] HDT délibérer sur qch;<br /><b>3</b> dessein, projet, plan;<br /><b>II.</b> conseil, assemblée délibérante;<br /><b>1</b> <i>dans HOM</i> conseil des anciens ; <i>dans ESCHL</i> conseil du roi;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> conseil des Cinq-Cents <i>ou</i> Sénat, <i>sorte de conseil d’état chargé de préparer les lois à discuter dans l’assemblée du peuple ou</i> [[ἐκκλησία]] ; ἡ βουλὴ [[οἱ]] [[πεντακόσιοι]] ESCHN le conseil des Cinq-Cents ; ἡ [[κάτω]] [[βουλή]] <i>m. sign.</i> ; ἡ [[ἄνω]] [[βουλή]] <i>ou</i> ἡ [[ἐν]] Ἀρείῳ πάγῳ [[βουλή]] l’Aréopage ; <i>ironiq. en parl. du Sénat</i> ἡ [[βουλή]] ἀπὸ κυάμου THC le sénat de la fève ; <i>de même</i>, conseil <i>ou</i> sénat dans les autres cités grecques;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> le Sénat.<br />'''Étymologie:''' R. Βολ, vouloir ; cf. [[βούλομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=(1) [[counsel]], [[plan]], [[decree]]; βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων, Od. 10.46; Διὸς δ' ἐτελείετο [[βουλή]], the ‘[[will]]’ of [[Zeus]], Il. 1.5 ; οὔ [[τοι]] [[ἄνευ]] θεοῦ [[ἥδε]] γε [[βουλή]], Od. 2.372, [[also]] in plural.—(2) the [[council]] of nobles or [[elders]], γερόντων, Il. 2.53, 1, 2, Od. 3.127, [[distinguished]] [[from]] the [[ἀγορά]], or [[assembly]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλή Medium diacritics: βουλή Low diacritics: βουλή Capitals: ΒΟΥΛΗ
Transliteration A: boulḗ Transliteration B: boulē Transliteration C: vouli Beta Code: boulh/

English (LSJ)

ἡ, Dor. βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, Aeol. βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.

   A βουλᾰς Hes.Th.534: (βούλομαι):— will, determination, esp. of the gods, Il.1.5, etc.    2 counsel, design, βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.; κακὴ β. Hes.Op.266; πρᾶτος . . καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658 (Ithaca); νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12 (but ἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35); ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.; β. διδόναι X. Cyr.7.2.26; β. προτιθέναι περί τινος D.18.192; β. ἄγειν Polyaen.7.39; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον . . D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri.49d; βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN1142b16: in pl., counsels, A.Pr.221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716.    3 deliberation, Arist.EN1112a19, D.9.46.    4 decree, β. εἰσηγεῖσθαι And.1.61; β. ἄκυρον θεῖναι Id.2.28.    II Council of elders, Senate, βουλὴν ἷζε γερόντων Il.2.53, cf. Od.3.127, A.Ag.884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (or ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; also β. ἀπὸ κυάμου Th.8.66); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. βουλῆς, ὁ) ; ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8; ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, Διός Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; περί τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung.

Greek (Liddell-Scott)

βουλή: ἡ, Δωρ. βωλά, Ψήφισμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 21, κτλ.· Αἰολ. βόλλα, Πλούτ. 2. 288Β· ― ὁ Ἡσ. ἔχει βουλᾶς ἐν τῇ αἰτ. πληθ., Θ. 534· (βούλομαι)· ― θέλησις, ἀπόφασις, Λατ. consilium, ἰδίως τῶν θεῶν, Ἰλ. Α. 5, κτλ. 2) γνώμη, συμβουλή, σχέδιον, σκοπός, βουλὰς βουλεύουσι Ἰλ. Ω. 652, πρβλ. Κ. 147, 327, 415· καθόλου, γνώμη, συμβουλή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ μάχῃ ἀνδρείαν, Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Δ. 323, Ε. 54, κτλ.· οὕτω μεταγ., πρᾶτος… καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 187· νυκτὶ βουλὴν διδόναι Ἡρόδ. 7. 12· ἐν βουλῇ ἔχειν τι ὁ αὐτ. 3. 78· βουλὴν ποιεῖσθαι = βουλεύεσθαι ὁ αὐτ. 6. 101, κτλ.· β. εἰσηγεῖσθαι Ἀνδοκ. 9. 4· β. προτιθέναι περί τινος Δημ. 292. 13· οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν, δὲν ἔχομεν κοινὸν ἔδαφος, κοινὸν πεδίον σκέψεως, Πλάτ. Κρίτων. 49D· βουλῆς ὀρθότηςεὐβουλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3· ― κατὰ πληθ., σχέδια, γνώμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 219, Θήβ. 842· ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 854, 878. 3) ἀπόφασις, γνωμοδότησις, Λατ. auctoritas, Ἀνδοκ. 9. 4., 23. 15. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. concilium, συμβούλιονσυνέδριον τῶν γερόντων ἢ προεχόντων (πρβλ. ἀγορά), βουλὴν ἷζε γερόντων Ἰλ. Β. 53, πρβλ. 202, Ὀδ. Γ. 127· ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884, πιθανῶς τὸ συμβούλιον τῆς ἀντιβασιλείας ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ βασιλέως· ― ἐν Ἀθήναις τὸ συνέδριονσυμβούλιον τῶν 500, ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους, ὅπερ ἦτο πράγματι ἐπιτροπεία τις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως παρασκευάζῃ σχέδια νόμων (προβουλεύματα) δι’ αὐτήν, κτλ., Ἡρόδ. 9. 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 590, Ἀντιφῶν 145. 27, κτλ.· κοινῶς καλουμένη ἡ βουλὴ (ἢ ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Αἰσχίν. 56. 35, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἑτέρας ἥτις ἐκαλεῖτο ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ αὐτόθι 30)· ― οὕτω καὶ τὸ ἐν Ἄργει Συμβούλιον, Ἡρόδ. 7. 140, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, Διον. Ἁλ. 6. 69, κτλ.· ― βουλῆς εἶναι, εἶναι ἐκ τῆς βουλῆς, μέλος αὐτῆς, Θουκ. 3. 70 (ὅθεν ὁ Σχολ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἐσχημάτισαν οὐσιαστ. βουλῆς, ὁ)· ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ρωμαίων Παυσ. 5. 20, 8· ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς ὁ αὐτ. 7. 11, 1. Πρβλ. Ἄρειος πάγος.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. litt. ce qu’on veut ; ce qu’on peut vouloir ou ce qu’il faut vouloir, d’où
1 volonté, détermination;
2 conseil, avis ; réflexion, délibération : ἐν βουλῇ ἔχειν τι HDT délibérer sur qch;
3 dessein, projet, plan;
II. conseil, assemblée délibérante;
1 dans HOM conseil des anciens ; dans ESCHL conseil du roi;
2 à Athènes conseil des Cinq-Cents ou Sénat, sorte de conseil d’état chargé de préparer les lois à discuter dans l’assemblée du peuple ou ἐκκλησία ; ἡ βουλὴ οἱ πεντακόσιοι ESCHN le conseil des Cinq-Cents ; ἡ κάτω βουλή m. sign. ; ἡ ἄνω βουλή ouἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλή l’Aréopage ; ironiq. en parl. du Sénatβουλή ἀπὸ κυάμου THC le sénat de la fève ; de même, conseil ou sénat dans les autres cités grecques;
3 à Rome le Sénat.
Étymologie: R. Βολ, vouloir ; cf. βούλομαι.

English (Autenrieth)

(1) counsel, plan, decree; βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων, Od. 10.46; Διὸς δ' ἐτελείετο βουλή, the ‘will’ of Zeus, Il. 1.5 ; οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή, Od. 2.372, also in plural.—(2) the council of nobles or elders, γερόντων, Il. 2.53, 1, 2, Od. 3.127, distinguished from the ἀγορά, or assembly.