δάμαρ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=δάμαρτος (ἡ) :<br />femme mariée, épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, v. [[δαμάζω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
|btext=δάμαρτος (ἡ) :<br />femme mariée, épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, v. [[δαμάζω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=δάμαρτος ([[δάμνημι]]): [[wife]], [[always]] w. gen. of the [[husband]]. Cf. opp. [[παρθένος]] ἄδμης.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμᾰρ Medium diacritics: δάμαρ Low diacritics: δάμαρ Capitals: ΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dámar Transliteration B: damar Transliteration C: damar Beta Code: da/mar

English (LSJ)

[ᾰ], αρτος, ἡ, (

   A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.

German (Pape)

[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δάμαρ: [ᾰ], αρτος, ἡ, (δαμάω) σύζυγος, γαμετή, Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· κυρίως ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. δαμάζω ΙΙ), ἐνῷ ἡ παρθένος ἐλέγετο ἀδάμαστος, ἀδμής.

French (Bailly abrégé)

δάμαρτος (ἡ) :
femme mariée, épouse.
Étymologie: R. Δαμ, v. δαμάζω.
Syn. γαμετή, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Autenrieth)

δάμαρτος (δάμνημι): wife, always w. gen. of the husband. Cf. opp. παρθένος ἄδμης.