δαμάζω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> δαμάσω, <i>ao.</i> ἐδάμασα, <i>pf.</i> δεδάμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδαμάσθην, <i>pf.</i> δεδάμασμαι;<br />dompter, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> soumettre au joug, domestiquer;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> soumettre (une jeune fille) au joug du mariage (<i>cf.</i> [[δάμαρ]]) : ἀνδρὶ δαμάζειν IL soumettre (Thétis) à la puissance d’un époux qui n’est pas un dieu;<br /><b>3</b> soumettre par la force des armes, soumettre, vaincre : Ἀχαιοὺς δαμάζειν OD vaincre les Grecs ; τινί τινα δ. soumettre <i>ou</i> frapper qqn au profit d’un autre ; τινα θυμὸν δαμάζειν IL dompter le cœur de qqn <i>en parl. de l’amour</i>;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> tuer, faire périr : τινα qqn ; τινα [[χερσί]] τινος IL faire périr qqn par la main d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> δαμάζομαι (<i>f.</i> δαμάσομαι, <i>ao.</i> ἐδαμασάμην) :<br /><b>1</b> soumettre au joug;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dompter, soumettre, vaincre : δαμάζεσθαι φρένας οἴνῳ OD dompter <i>ou</i> vaincre la raison de qqn par l’ivresse;<br /><b>3</b> tuer, faire périr.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, dompter ; cf. <i>lat.</i> domare ; v. [[δαμάω]], [[δαμνάω]] et [[δάμνημι]]. | |btext=<i>f.</i> δαμάσω, <i>ao.</i> ἐδάμασα, <i>pf.</i> δεδάμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδαμάσθην, <i>pf.</i> δεδάμασμαι;<br />dompter, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> soumettre au joug, domestiquer;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> soumettre (une jeune fille) au joug du mariage (<i>cf.</i> [[δάμαρ]]) : ἀνδρὶ δαμάζειν IL soumettre (Thétis) à la puissance d’un époux qui n’est pas un dieu;<br /><b>3</b> soumettre par la force des armes, soumettre, vaincre : Ἀχαιοὺς δαμάζειν OD vaincre les Grecs ; τινί τινα δ. soumettre <i>ou</i> frapper qqn au profit d’un autre ; τινα θυμὸν δαμάζειν IL dompter le cœur de qqn <i>en parl. de l’amour</i>;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> tuer, faire périr : τινα qqn ; τινα [[χερσί]] τινος IL faire périr qqn par la main d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> δαμάζομαι (<i>f.</i> δαμάσομαι, <i>ao.</i> ἐδαμασάμην) :<br /><b>1</b> soumettre au joug;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dompter, soumettre, vaincre : δαμάζεσθαι φρένας οἴνῳ OD dompter <i>ou</i> vaincre la raison de qqn par l’ivresse;<br /><b>3</b> tuer, faire périr.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, dompter ; cf. <i>lat.</i> domare ; v. [[δαμάω]], [[δαμνάω]] et [[δάμνημι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=see [[δάμνημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
A.Ch.324 (lyr.), etc.: fut.
A δαμάσω AP6.329 (Leon.); Ep. δαμάσσω Il.22.176, also δαμᾷ, δαμάᾳ, 1.61, 22.271; 3pl. δαμόωσι 6.368 (v. δαμάω): aor. 1 ἐδάμᾰσα Pi.N.7.90 (part. δαμάσσαις O.9.92), Ep. ἐδάμασσα, δάμασσα, Il.5.191, Od.14.367: pf. δεδάμακα Stob. Flor.Monac.82:—Med., fut. Ep. δαμάσσομαι Il.21.226: aor. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Od.9.516, Il.10.210, Od.9.454; aor. 1 opt. δαμάσαιτο Leg.Gort.2.11: aor. 2 opt. δάμοιτο CIG4000.18 (Iconium):—Pass., fut. 3 δεδμήσομαι h.Ap.543; irreg. δαμοῦμαι PMag.Par.1.2906: aor. ἐδαμάσθην Od.8.231, Pi.O.2.20, A.Pers. 279 (lyr.), E.Ph.563; Ep. δαμάσθην Il.19.9, cf. 16.816; ἐδμήθην, imper. δμηθήτω 9.158, δμηθείς 4.99, Hes.Th.1000, Dor. δμᾱθείς A. Pers.907 (lyr.), E. (lyr., v. infr.), Cerc.7.1: ἐδάμην [ᾰ] Il.13.812, Parm.7.1, etc.; Ep. δάμην Od.3.90; 3pl. δάμεν Il.8.344; Ep. subj. δαμείω Od.18.54, 2 and 3sg. δαμήῃς -ήῃ Il.3.436, 22.246, 2pl. δαμήετε 7.72; opt. δαμείην Il.3.301, E.Med.648; inf. δαμῆναι Il.15.522, A.Ch.368 (lyr.), S.Ph.200, Ep. inf. δᾰμήμεναι Il.20.312; part. δαμείς 22.40, Sapph.90, etc. (only form of aor. used by S., and preferred by A. and E.): pf. δέδμημαι Il.5.878, etc., -ημένος 14.482, etc.; later δεδαμασμένος Nic.Al.29, Epigr.Gr.550.9: plpf. δέδμητο Od.3.305; 3pl. -ήατο Il.3.183.—Poet. Verb, used by X. in pres. part. δαμάζων Mem.4.3.10: aor. Pass. δαμασθεῖεν ib.4.1.3; also inf. δαμασθῆναι is f.l. in Isoc.7.4:—overpower: I of animals, tame, break in, twice in Hom., in Med., ἡμίονον . . ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655; τῶν κέν τιν' . . δαμασαίμην Od.4.637:—later in Act., X.Mem.4.3.10:—Pass., ib.4.1.3. 2 of metals, work, σίδαρον E.Alc.980 (lyr.); of land, clear, PSI4.316 (iv(?) A.D.). II of maidens, make subject to a husband, ἀνδρὶ δάμασσεν Il.18.432:—Med., force, seduce, Leg.Gort. l.c.:—Pass., Il.3.301, Od.3.269. III subdue, conquer, Od.9.59, al.; βίῃ καὶ χερσὶ δ. Hes.Th.490:—Pass., to be subject to another, σοί τ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος Il.5.878; δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ Od.3.305. b of the gods, bring low, Il.9.118, 16.845, al. c subdue, gain the mastery over, ἐπιθυμίαν Stob.l.c. 2 lay low, kill, esp. in fight, εἴ χ' ὑπ' ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Od.21.213:—Pass., ὑπ' ἐμοὶ δμηθέντα Il.5.646; ὑπὸ δουρὶ δαμέντα ib.653. 3 of the powers of nature, etc., overcome, overpower, ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν . . . ἐδάμασσεν 14.316:—Med., δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Od.9.454, cf. 516:—Pass., to be overcome, αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον 14.318; μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Il.10.2; ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς 14.353; ἁλὶ δέδμητο φίλον κῆρ Od.5.454, cf. 8.231; δμαθέντες dead, E.Alc.127 (lyr.). IV ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ win it, Pi.P.8.80. V οὐ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα it shall never be proved that... Parm.7.1. (δᾰμᾰ-: δμη- underlies δάμνημι, ἐδάμα (ς) σα, de/dmhmai; dama/zw is a post-Homeric form of pres.; cf. Skt. dā´myati 'to be tamed', damitar- 'tamer', etc.)
German (Pape)
[Seite 520] = δαμάω, im praes. nachhomerisch, z. B. Aesch. Ch. 321; Xen. Mem. 4, 3, 10; dor. δαμάσδει Theocr. 4, 55; Pind. P. 11, 24; δαμάζεται Anaxand. Ath. X, 455 f. u. VI, 227 c (v. 15); s. δαμάω.
Greek (Liddell-Scott)
δαμάζω: Αἰσχύλ. Χο. 324 (ἴδε ἐν λ. δαμνάω, δάμνημι)· μέλλ. δαμάσω Ἀνθ. Π. 6. 329· Ἐπ. δαμάσσει Ἰλ. Χ. 176, ὡσαύτως δαμᾷ, δαμάᾳ Α. 61., Χ. 271, γʹ πληθ. δαμόωσι Ζ. 368 (ἴδε δαμάω)· ‒ ἀόρ. αʹ ἐδάμᾰσα Πίνδ., Ἐπ. ἐδάμασσα, δάμασσα Ὅμ.· προστακτ. δάμασον, -ασσον Ὅμ.· ὑποτακτ. δαμάσῃ, Ἐπ. -άσσῃ, ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.· μετοχ. δαμάσας Εὐρ., Ἐπ. -άσσας Ὀδ., Δωρ. -άσσαις Πίνδ. Ο. 9. 139· πρκμ. δεδάμακα Στοβ.‒ Μέσ., μέλλ. Ἐπ. δαμάσσομαι Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Ὅμ.· ἀόρ. βʹ εὐκτ. δάμοιτο Συλλ. Ἐπιγρ. 4000. 18. ‒ Παθ., μέλλ. δεδμήσομαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 543 (ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Χρ. Σιβυλ. 3. 384)· ‒ ὁ ἀόρ. ἔχει τρεῖς τύπους, 1) ἐδαμάσθην Ὀδ. Θ. 231, Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ., Ἐπ. δαμάσθην Ἰλ. Τ. 9, πρβλ. Π. 816· 2) ἐδμήθην, προστ. δμηθήτω Ι. 158, δμηθεὶς Δ. 99, Ἡσ., Δωρ. δμᾱθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 906 καὶ Εὐρ. (ἐν τοῖς λυρ.)· καὶ 3) ἐδάμην [ᾰ] Ἰλ., Τραγ., Ἐπ. δάμην Ὅμ., γʹ πληθ. δάμεν Ἰλ. Θ. 344· Ἐπ. ὑποτακτ. δαμείω Ὀδ. Σ. 54, βʹ καὶ γʹ ἑν. δαμήῃς -ήῃ Ἰλ. Γ. 436., Χ. 246, βʹ πληθ. δαμείετε Η. 72· εὐκτ. δαμείην Ἰλ., Εὐρ.· ἀπαρ. δαμῆναι Ὅμ., Τραγ., Ἐπ. ἀπαρέμφ. δᾰμήμεναι Ἰλ. Υ. 312· μετοχ. δαμεὶς Ὅμ., Τραγ. (οὗτος εἶναι ὁ μόνος τύπος τοῦ ἀορ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ., καὶ αὐτὸν προτιμῶσι καὶ οἱ Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.)· ‒ πρκμ. δέδμημαι Ἰλ. Ε. 878, κτλ., -ημένος Ἰλ., κτλ.· μεταγεν. δεδαμασμένος Νίκ. Ἀλ. 29· ὑπερσυντ. δέδμητο Ὀδ.· γʹ πληθ. -ήατο Ἰλ. Γ. 183. ‒ Ρῆμα ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν τῇ μετοχ. ἐνεστ. δαμάζων, Ἀπομν. 4. 3, 10· παθ. ἀόρ. δαμασθεῖεν αὐτ. 4. 1, 3· οὕτω, δαμασθῆναι Ἰσοκρ. 148C. (Ἐκ τῆς √ΔΑΜ παράγονται καὶ τὰ δάμαρ, δάμαλις, δμώς, ἀδμής· πρβλ. Σανσκρ. dam-yâmi, dam-itas, dam-anas· Λατ. dom-o, dom-itus, dom-itor, πρβλ. ὡσαύτως καὶ τὸ domi-nus· Γοτθ. ga-tam-jan (δαμᾶν)· Παλαιο-Σκανδ. tem-ia, Ἀγγλο-Σαξ. tam-ian (Ἀγγλ. to tame, ἡμερώνω)· Παλαιο-Γερμ. zam-ôn (zähmen)· ‒ τὸ δμὼς ἔχει πρὸς το dominus ὡς τὸ χέρης πρὸς τὸ herus, Κούρτ.) Κατανικῶ, ὑπερισχύω, καταβάλλω, Ι. ἐπὶ ζῴων, ἡμερώνω, τιθασεύω, φέρω εἰς ὑποταγήν, ὑποβάλλω, ὑποβάλλω εἰς τὸν ζυγόν, μόνον δὶς παρ᾿ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἡμίονον … , ἥτ᾿ ἀλγίστη δαμάσασθαι Ἰλ. Ψ. 655· τῶν κέν τιν᾿ … δαμασαίμην Ὀδ. Δ. 637· ‒ οὕτω παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 3, καὶ Πλουτ. ΙΙ. ἐπὶ παρθένων, κάμνω αὐτὴν νὰ ὑποταχθῇ εἰς ἄνδρα, ἀνδρὶ δάμασσεν Ἰλ. Σ. 432· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθ., βιάζομαι, ἐξαπατῶμαι, ἀπάγομαι, Γ. 301, Ὀδ. Γ. 269· μάλιστα κατ᾿ ἀρχὰς οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὸν γάμον, πρβλ. δάμαρ. ΙΙΙ. ὑποτάσσω ἢ νικῶ· αὕτη δὲ εἶναι ἡ συνηθεστάτη σημασία παρ᾿ Ὁμ.· ἐντεῦθεν (ἀφοῦ κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἐποχὴν ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑποδούλωσις εἵπετο μετὰ τὴν ἧτταν) ἐν τῷ παθ. = ὑποτάσσομαι, εἶμαι ὑπόδουλος εἴς τινα, σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος Ἰλ. Ε. 878· δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾿ αὐτῷ Ὀδ. Γ. 304 (ἐντεῦθεν δμώς, δοῦλος). 2) πλήττων φονεύω, ἀποκτείνω, ἰδίως ἐν μάχῃ, εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἔμοιγε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Φ. 213· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπ᾿ ἐμοὶ δμηθέντα Ἰλ. Ε. 646· ὑπὸ δουρὶ δαμέντα αὐτ. 653. 3) ἐπὶ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, κτλ., νικῶ, καταβάλλω, ἔρος … θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι…ἐδάμασσεν Ξ. 316· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Ὀδ. Ι. 454, πρβλ. 516· καὶ ἐν τῷ παθ. = καταβάλλομαι, νικῶμαι, αἴθρω καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ξ. 318· μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Ἰλ. Κ. 2, πρβλ. Ξ. 353· ἁλὶ δέδμητο φίλον ἦτορ Ὀδ. Ε. 454, πρβλ. Θ. 231· οἱ δμαθέντες, οἱ νεκροί, Εὐρ. Ἀλκ. 127· ‒ ἴδε ἐν λ. χειά. ΙV. Ὁ Πίνδ. λέγει, ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ, νὰ κερδήσῃ τις, Π. 8. 116.
French (Bailly abrégé)
f. δαμάσω, ao. ἐδάμασα, pf. δεδάμακα;
Pass. ao. ἐδαμάσθην, pf. δεδάμασμαι;
dompter, d’où
1 au propre soumettre au joug, domestiquer;
2 p. anal. soumettre (une jeune fille) au joug du mariage (cf. δάμαρ) : ἀνδρὶ δαμάζειν IL soumettre (Thétis) à la puissance d’un époux qui n’est pas un dieu;
3 soumettre par la force des armes, soumettre, vaincre : Ἀχαιοὺς δαμάζειν OD vaincre les Grecs ; τινί τινα δ. soumettre ou frapper qqn au profit d’un autre ; τινα θυμὸν δαμάζειν IL dompter le cœur de qqn en parl. de l’amour;
4 p. ext. tuer, faire périr : τινα qqn ; τινα χερσί τινος IL faire périr qqn par la main d’un autre;
Moy. δαμάζομαι (f. δαμάσομαι, ao. ἐδαμασάμην) :
1 soumettre au joug;
2 p. ext. dompter, soumettre, vaincre : δαμάζεσθαι φρένας οἴνῳ OD dompter ou vaincre la raison de qqn par l’ivresse;
3 tuer, faire périr.
Étymologie: R. Δαμ, dompter ; cf. lat. domare ; v. δαμάω, δαμνάω et δάμνημι.
English (Autenrieth)
see δάμνημι.