ἠεροειδής: Difference between revisions
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. p.</i> [[ἀεροειδής]]. | |btext=<i>ion. p.</i> [[ἀεροειδής]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές ([[εἶδος]]): [[misty]], [[murky]], [[gray]]; [[πόντος]], [[σπέος]], [[πέτρη]], Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘[[into]] the [[dim]] [[distance]],’ ‘[[through]] the [[haze]],’ Il. 5.770. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, Ion.and Ep. for ἀερ-, which is not found,
A misty, cloudy, dark (esp. in Od.), ἐπ' ἠεροειδέα πόντον Od.2.263, etc.; σπέος ἠ. 12.80, cf. 13.103; πέτρη, of Scylla<*>s cave, 12.233: neut. as Adv., in the far distance, dimly, ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770: ἠ. νεφέλη Hes. Th.757; πνοιαί Orph.H.38.22.—Ep. word, ἠ. αὐγαί Arist.Col.792b8: Comp., ὕδωρ πάντων -έστερον Arr.Ind.6.3.
German (Pape)
[Seite 1155] ές, ep. = ἀεροειδής, luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, πόντος, Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. μέλας, σκοτεινός. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἠεροειδής: -ές, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, ἔχων ὄψιν σκοτεινὴν καὶ συννεφώδη. Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τῆς θαλάσσης (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον Ὀδ. Β. 263, κτλ.· καθόλου, σκοτεινός, σπέος ἠεροειδὲς Μ. 80, Ν. 103· πρὸς ἠεροειδέα πέτρην, περὶ τοῦ σπηλαίου τῆς Σκύλλης, Μ. 233. - ὡσαύτως, ὡς τὸ ἠέριος, μακρὰν ἐν ἀποστάσει, ἀσαφής, ὅσσον τ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Ἰλ. Ε. 770· - ὡσαύτως, ἠερ. νεφέλη Ἡσ. Θ. 757· πνοιαὶ Ὀρφ. Ὕμν. 37. 22. - Ἐπικὴ λέξις εὑρισκομένη καὶ παρ’ Ἀριστ. Χρωμ. 10.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἀεροειδής.
English (Autenrieth)
ές (εἶδος): misty, murky, gray; πόντος, σπέος, πέτρη, Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘into the dim distance,’ ‘through the haze,’ Il. 5.770.