περαιόω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περαιώσω, <i>ao.</i> ἐπεραίωσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> transporter au delà (d’un fleuve <i>ou</i> d’une mer) : στρατιάν THC une armée ; ἐπὶ Καρχηδόνα στόλον PLUT transporter une expédition à Carthage ; <i>Pass.</i> être transporté au delà, passer de l’autre côté, <i>avec</i> l’acc. <i>ou</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se transporter au delà de, traverser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περαῖος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περαιώσω, <i>ao.</i> ἐπεραίωσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> transporter au delà (d’un fleuve <i>ou</i> d’une mer) : στρατιάν THC une armée ; ἐπὶ Καρχηδόνα στόλον PLUT transporter une expédition à Carthage ; <i>Pass.</i> être transporté au delà, passer de l’autre côté, <i>avec</i> l’acc. <i>ou</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se transporter au delà de, traverser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περαῖος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[pass]]. [[part]]., περαιωθέντες, [[crossing]] [[over]], Od. 24.437†.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαιόω Medium diacritics: περαιόω Low diacritics: περαιόω Capitals: ΠΕΡΑΙΟΩ
Transliteration A: peraióō Transliteration B: peraioō Transliteration C: peraioo Beta Code: peraio/w

English (LSJ)

   A carry over or across, στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε Th.4.121, cf. Plu.Crass.10, al.; π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.66.1 ; ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Plu.2.196c: metaph., ἡ ψυχὴ διὰ φιλοσοφίας ἐπεραιώθη Arist.Mu.391a12 : c. dupl. acc., τοὺς λοιποὺς π. τὸ ῥεῖθρον Plb.3.113.6:—Pass. (with fut. Med. in Th.1.10), pass over, cross, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Od.24.437 ; πῶς περαιωθήσομαι; Ar.Ra.138 (nowh. else in Poets) ; περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ' ἀλλήλους Th.1.5 ; περαιωθείς Id.4.120 ; ἐς νῆσον π. Id.5.109 ; εἰς τὴν Ἀσίαν X.An.7.2.12 : c. acc. loci, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Hdt.1.209; περαιωθείς (sc. τὸν Ἑλλήσποντον) Id.5.14; τὸ πέλαγος Th.1.10; τὸν Ἰόνιον Id.6.34.    2 intr. in Act., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν Id.2.67.    3 in Pass., pass through, of cauteries, Hp.Art.11, cf. Oss.7, Aret.SD1.7.    II = περαίνω, complete a transaction, etc., Leg.Gort.7.11, GDI4998 vii 15, dub. in Epicur.Nat.2.6 :—Pass., ἔνθα αἱ συνουσίαι περαιοῦνται Ruf.Anat.64; ὁ-ούμενος χρόνος Vett.Val.276. 34 :—περαιωθέντων is f.l. for περανθέντων in X.HG2.4.39; περαιοῦται (is bounded) shd. perh. be περατοῦται in Philol.[21].

German (Pape)

[Seite 562] auf das jenseitige Land od. Ufer bringen, übersetzen; μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι, Od. 24, 437; u. so gew. im pass. περαιοῦσθαι, Ar. Ran. 138, wie in Prosa Thuc. 7, 1 u. öfter, περαιωθῆναι, 4, 120. 5, 109; aber auch act., πλοίῳ ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν, 2, 67, vgl. 4, 121; Folgde; Pol. verbindet es mit doppeltem accus., περαιώσας το ὺς λοιποὺς τὸ ῥεῖθρον, 3, 113, 6; περαιοῦσθαι τὸν Πάδον, εἰς τὴν Ἑλλάδα, 1, 3, 6; τὸν ποταμὸν πεπεραιωμένος, 3, 64, 1, u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περαιόω: φέρω εἰς ἀπέναντι μέρος, μεταφέρω, διαβιβάζω, στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε, ὡς τὸ Λατ. trajicere exercitum, Θουκ. 4. 121, Πλούτ.· π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Πολύβ. 1. 66, 1· ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Πλούτ. 2. 196C· - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τοὺς λοιποὺς τὸ ῥεῖθρον Πολύβ. 3. 113, 6. - Παθ. (μετὰ μέσ. μέλ. ἐν Θουκ. 1. 10), μεταβαίνω, διέρχομαι, διαβαίνω, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Ὀδ. Ω. 437· πῶς περαιωθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 138 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ ποιηταῖς)· ναυσὶν περαιοῦσθαι ἐπ᾿ ἀλλήλους Θουκ. 1. 5· περαιωθεὶς ὁ αὐτ. 4. 120· ἐς νῆσον περαιωθῆναι ὁ αὐτ. 5. 109· εἰς τὴν Ἀσίαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 12· - ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Ἡρόδ. 1. 209· περαιωθεὶς (ἐξυπ. τὸν Ἑλλήσποντον) ὁ αὐτ. 5. 14· τὸ πέλαγος Θουκ. 1. 10· τὸν Ἰόνιον ὁ αὐτ. 6. 34· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν ὁ αὐτ. 2. 67. ΙΙ. = περαίνω, Κλήμ. Ἀλ. 734, Βυζ.· ἀλλ᾿ ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, τὸ περαιωθέντων, διορθωτέον εἰς περανθέντων, πρβλ. Wytt. Ep. Crit. 3. 4, σ. 43 (ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. διωρθώθη τὸ χωρίον). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 387-391, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 549.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περαιώσω, ao. ἐπεραίωσα, pf. inus.
1 transporter au delà (d’un fleuve ou d’une mer) : στρατιάν THC une armée ; ἐπὶ Καρχηδόνα στόλον PLUT transporter une expédition à Carthage ; Pass. être transporté au delà, passer de l’autre côté, avec l’acc. ou ἐπί ou εἰς et l’acc.;
2 intr. se transporter au delà de, traverser, acc..
Étymologie: περαῖος.

English (Autenrieth)

only aor. pass. part., περαιωθέντες, crossing over, Od. 24.437†.