ὀλισθάνω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Autenrieth) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὀλισθήσω, <i>ao.2</i> [[ὤλισθον]], <i>postér. ao.</i> [[ὠλίσθησα]], <i>pf.</i> [[ὠλίσθηκα]];<br />glisser, tomber en glissant : [[ἐξ]] ἀντύγων SOPH glisser du rebord d’un char.<br />'''Étymologie:''' p. *ὀγλισθάνω, du th. ὀγλιτ-, γλιτ- ; cf. <i>lat.</i> glisco. | |btext=<i>f.</i> ὀλισθήσω, <i>ao.2</i> [[ὤλισθον]], <i>postér. ao.</i> [[ὠλίσθησα]], <i>pf.</i> [[ὠλίσθηκα]];<br />glisser, tomber en glissant : [[ἐξ]] ἀντύγων SOPH glisser du rebord d’un char.<br />'''Étymologie:''' p. *ὀγλισθάνω, du th. ὀγλιτ-, γλιτ- ; cf. <i>lat.</i> [[glisco]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. 2 ὄλισθε: [[slip]], [[slip]] and [[fall]], [[fall]]. (Il.) | |auten=aor. 2 ὄλισθε: [[slip]], [[slip]] and [[fall]], [[fall]]. (Il.) | ||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 15 August 2017
English (LSJ)
(also ὀλισθ-αίνω Arist.Pr.936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): fut.
A ὀλισθήσω LXXPr. 14.19, Nonn.D.36.458 : pf. ὠλίσθηκα Hp.Art.57, 65 : plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1) : aor. ὠλίσθησα AP9.125, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc. ; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51 (codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.) ; part. fem. ὀλισθήνασα Id.Al.89: but in classical Att. always aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. ὄλισθε, v. infr.) :—slip, fall upon a slippery path, ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774 ; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν his liver fell from him, 20.470 ; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε he slipped from... S.El.746 ; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19 ; νηὸς ὀλισθών AP9.267 (Phil.) ; ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37 ; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει slips, loses its force, S.Fr.960 : metaph., ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου IG14.1642 ; in moral sense, make a slip, Ar.Ra.690 ; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5. 2 slip or glide along, ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra.427b ; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230. II causal, sprain by slipping, ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. Gym.14. 2 make to slip, τὰς διανοίας LXXSi.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθάνω: (ὡσαύτως -αίνω Ἀριστ. Προβλ. 24. 1. 25. 11, Πολύβ., κλ., ἀλλ’. οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1398, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491, ἂν καὶ σποράδην εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Πλάτ. Λύσ. 216C)· - μέλλ. ὀλισθήσω Ἑβδ. Νόνν.· -πρκμ. ὠλίσθηκα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823 ἐν τέλ. 829 ἐν τέλ.· - ἀόρ. α΄ ὠλίσθησα, Ἀνθ. Π. 9. 125, Στράβ., κτλ.· μετοχ. θηλ. ὀλισθήσασα, Νικ. Ἀποσπ. 2. 55 (ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ ὀλισθήνασα. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 89), πρβλ. Λοβ. Φρύν. 742· ἀλλὰ τοῖς δοκίμοις ἀείποτε ἀόρ. β΄ ὤλισθον: μετοχ. ὀλισθών: ἀπαρ. ὀλισθεῖν· - ὁ Ὅμ. χρῆται τῇ λέξει μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κατὰ γ΄ ἑν. πρόσωπον τοῦ ἀορ. β΄ ὄλισθε, ἄνευ αὐξήσ· (ἴδε ἐν τέλ.) «Γλιστρῶ», ἔνθ’ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Ἰλ. Ψ. 774· ἐκ δὲ οἱ ἧπαρ ὄλισθε, ἔπεσε τὸ ἧπαρ ἐξ αὐτοῦ, Υ. 470· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, ἐγλύστρισεν ἐκ. Σοφ. Ἠλ. 746· οὕτως, ὀλ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Ἀριστ. Μηχαν. 21, 1.· νηὸς ὀλισθὼν Ἀνθ. Π. 9. 267· ὀλ. εἵσω, ἔξω, ἐπὶ ὀστοῦ ἐξερχομένου ἐκ τοῦ ἁρμοῦ πρὸς τὰ ἔσω ἢ πρὸς τὰ ἔξω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 776· - θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει, «γλιστρᾷ», χάνει τὴν δύναμίν του, Σοφ. Ἀποσπ. 963· - μεταφορ., ὀλ. εἰς νοῦσον Ἀνθ. Π.7. 233· ἐς Ἅιδου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 587· ἐκ ζωῆς αὐτόθ. 155· καὶ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πίπτω, ἁμαρτάνω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 690. 2) «γλιστρῶ», τρέχω εὐκόλως, ῥέω, ἡ γλῶττα ὀλ. ἐν τῷ λάβδᾳ Πλάτ. Κρατ. 427Β· βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Θεόκρ. 25. 230. ΙΙ. Μεταβ. κατ’ ἐνεστ., ἐξαρθρῶ, στραγγουλίζω δι’ ὀλισθήματος, ὠλισθήκει τὸν γλουτὸν Φιλόστρ. 129. 2) κάμνω νὰ ὀλισθήσῃ τις, τινὰ Νείλου Παραινέσ. 50. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΛΙΣ, λισσός, λεῖος, ὥστε τὸ ὁ- εἶναι εὐφων. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
French (Bailly abrégé)
f. ὀλισθήσω, ao.2 ὤλισθον, postér. ao. ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα;
glisser, tomber en glissant : ἐξ ἀντύγων SOPH glisser du rebord d’un char.
Étymologie: p. *ὀγλισθάνω, du th. ὀγλιτ-, γλιτ- ; cf. lat. glisco.