παγκράτιον: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(Bailly1_4) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />pancrace, combat gymnique comprenant la lutte ([[πάλη]]) et le pugilat ([[πυγμή]]).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | |btext=ου (τό) :<br />pancrace, combat gymnique comprenant la lutte ([[πάλη]]) et le pugilat ([[πυγμή]]).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>παγκρᾰτιον</b> (-ίου, -ίῳ.)<br /> <b>1</b>pankration, [[all]]-in [[wrestling]] [[ἐρέω]] ταύταν [[χάριν]], τὰν δ' ἔπειτ [[ἀνδρῶν]] μάχας ἐκ παγκρατίου (O. 8.59) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκκρατίου [[τλάθυμος]] ἀέξει (N. 2.15) ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ (N. 3.17) Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς [[νίκη]] Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (N. 5.5) πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι [[ἑλεῖν]] Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (v. l. παγκρατίου) (N. 5.52) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται παγκρατίου (I. 5.19) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (N. 6.60) φέρει γὰρ [[Ἰσθμοῖ]] νίκαν παγκρατίου (I. 7.22) ἁλίκων τῶ [[τις]] ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (I. 8.66) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, (παγκρατής) '
A all-in' contest in boxing and wrestling, Xenoph.2.5, Pi.N.5.52, al., Hdt.9.105, IG5(1).658.14 (Sparta), 7.1765 (Thespiae), etc.; π. νικᾶν Th.5.49; π. μάχεσθαι Ar.V.1191; ὁ π. ἠσκηκώς Pl.Lg.795b. II sea daffodil, Pancratium maritimum, Dsc.2.172, Plin.HN27.92. 2 = στοιχάς, Ps.-Dsc.3.26. 3 v. πάγκρανον.
German (Pape)
[Seite 436] τό, der All-, Gesammtkampf, eine Uebung, welche das Ringen, πάλη, u. den Faustkampf, πυγμή, verband (s. das Vorige); Pind. N. 3 u. 5 I. 3, 4, 5 feiern Siege in diesem Kampfe; μεγαυχεῖ παγκρατίῳ ἐστεφάνωσεν, N. 11, 21; Ar. Vesp. 1191; τῇ τοῦ παγκρατίου μάχῃ, Plat. Legg. VIII, 834 a; ὁ τελέως παγκράτιον ἠσκηκώς, VII, 795 b; Sp., wie Luc. u. Plut., vgl. Symp. 2, 4. – Bei Diosc. auch Pflanzenname.
Greek (Liddell-Scott)
παγκράτιον: τό, (παγκρατής), πλήρης ἀγών, ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, παγκρατιαστικός, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk , Ἡρόδ. 9. 105, καὶ συχν. παρὰ Πινδ. ὅστις ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ παγκράτιον ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. νικᾶν Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. φυτόν τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pancrace, combat gymnique comprenant la lutte (πάλη) et le pugilat (πυγμή).
Étymologie: πᾶς, κράτος.
English (Slater)
παγκρᾰτιον (-ίου, -ίῳ.)
1pankration, all-in wrestling ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (O. 8.59) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ (N. 3.17) Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (N. 5.5) πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (v. l. παγκρατίου) (N. 5.52) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται παγκρατίου (I. 5.19) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (N. 6.60) φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου (I. 7.22) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (I. 8.66)