χρεών: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>part. neutre de l’impers.</i> [[χρή]]. | |btext=<i>part. neutre de l’impers.</i> [[χρή]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[χρεών]] (sc. [[ἐστί]])<br /> <b>1</b> it is [[necessary]] c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν [[δάκος]] (P. 2.52) εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι [[ἔπος]] (P. 3.2) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι [[χρεών]] (sc. Ἀρισταγόραν: Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[χρεών]] (sc. [[ἐστί]])<br /> <b>1</b> it is [[necessary]] c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν [[δάκος]] (P. 2.52) εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι [[ἔπος]] (P. 3.2) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι [[χρεών]] (sc. Ἀρισταγόραν: Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17) | |sltr=[[χρεών]] (sc. [[ἐστί]])<br /> <b>1</b> it is [[necessary]] c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν [[δάκος]] (P. 2.52) εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι [[ἔπος]] (P. 3.2) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι [[χρεών]] (sc. Ἀρισταγόραν: Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. χρεόν (the form best attested in Parm.8.45 and Hdt.); also χρειών, Democr.55, τό: gen.
A τοῦ χρεών E.Hipp.1256, HF21, but little used save in nom. and acc.:—that which must be, κατὰ τὸ χ. Anaximand.1 (Diels Vorsokr.5); τὴν μοῖραν εἰς τὸ μὴ χ. παραστρέφων E.Fr.491.3; χ. τοῦ χρησμοῦ Plu.Nic.14. II necessity, fate, ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χ. Pl.Phdr.255a; μοίρας τοῦ χρεών τ' ἀπαλλαγή E.Hipp.1256; εἰς τὸ χ. ἰέναι Pl.Ax.364c; ἀπελθεῖν εἰς τὸ χ., εἰς τὸ χ. ἀπαλλάσσεσθαι, Str.1.3.21, J.AJ7.15.1; οἱ τὴν εἰς τὸ χ. πορευόμενοι (cj. for ποιούμενοι), v. l. τῶν εἰς τὸ χ. ὁδευόντων, Plu.2.113c; τό τοι χρεὼν οὐκ ἔστι μὴ χρεὼν ποιεῖν Trag.Adesp.368; ὅ τι γὰρ μὴ χ. οὔτοι χ. παθεῖν E. Ba.515; [Ἀλέξανδρον] τὸ χ. ἐν Βαβυλῶνι κατέλαβε Jul.Or.3.107c. 2 mostly in the phrase χρεών (sc. ἐστι), like χρή, it is necessary, c. inf., Thgn.564, A.Ag.922, S.OT633, Democr. l. c., etc.: c. acc. et inf., Pi.P.2.52, Hdt.1.41,57, 2.133, A.Pr.772,970, al., S.Ph.1439, Ar. Eq.138, Th.5.49; τὸ χ. γενέσθαι Hdt.7.17. 3 sts. as a neut. part. (like ἐξόν, etc.), it being necessary, since it was necessary, Id.5.50. III less freq., that which is expedient or right, ὅρκον δ' οὔτ' ἄδικον χ. ἔμμεναι οὔτε δίκαιον Choeril.7; ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν S.Ph.143 (lyr.); μητέρ' εἰ χ. ταύτην προσαυδᾶν Id.El.273, cf. 983, Ar.Nu.1446(lyr.), etc.; with the Art., ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χ. πάθε A.Ch..930: abs. in part., ὑμεῖς ἂν οὐ χ. ἄρχοιτε ye would rule unrightfully, Th.3.40.—In Trag. χρεών( = χρή) appears without ἐστί or ἦν; in Ar. and Prose the verb is more commonly added, but not in Ar.Nu. l. c., Pl.Sph.220d, Criti.107b, al. IV as Adj., τῷ χ. πόσει E.Fr.501. (Not in Hom. or Hes., Od.15.201 being f. l. for χρεώ.) [In Poets χρεών is sts. monosyll., as in Choeril. l. c., Parm.4.5, al.; outside of hexameters prob. always disyll., since χρή can be restored in E.IT1486, Fr.733.3.] (From χρεώ, with addition of ν from the synonym δέον; when used as part. abs., as in Sol.Fr.34.6, Th.3.40, from χρεὼ ὄν.)
German (Pape)
[Seite 1371] τό, ion. χρεόν (nach Buttm. partic. von χρή, vgl. aber Wolf Lit. Anal. 2, 470), gew. nur nomin. und accus.; genit. τοῦ χρεών Eur. Herc. fur. 21 Hipp. 1256; – was nothwendig ist, geschehen muß, Nothwendigkeit, Schicksal, Verhängniß; το δεύτερον γὰρ τοῖς ἐμοῖς αὐτὴν χρεὼν τόξοις ἁλῶναι Soph. Phil. 1439; Eur. Hipp. 1256 I. T. 1486 u. sonst; – gew, χρεών ἐστιν und χρεών allein = χρή; so εἰ χρεὼν εὔξασθαι, wenn es nöthig ist, wenn man muß, Pind. P. 3, 2; Theogn. 564; und mit accus. c. infin., Pind. P. 2, 52 N. 11, 17; Her. 1, 41. 57. 2, 133. 5, 49. 109 u. sonst (wo auch χρεόν geschrieben ist); οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών Aesch. Prom. 972, vgl. 998; θεούς τοι τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεών Ag. 896; τὸ μὴ χρεὼν πάθε Ch. 918; ἐὰν χρεὼν ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 757; τὸ νεῖκος εὖ θέσθαι χρεών O. R. 633; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμην προσεῖναι Ai. 316, u. öfter; so absolut auch Eur., wie Ar. Equ. 138; u. in Prosa, auch mit u. ohne ἐστίν: Her. 1, 41. 57. 2, 133. 6, 43 u. sonst; absolut χρεών = da man muß, 5, 50. 9, 58; οὐ χρεὼν ἄρχετε, nicht wie man muß, wider Gebühr, wider Recht u. Billigkeit herrscht ihr, Thue. 3, 40, vgl. 5, 49; πληκτικὴν θήραν ἡμᾶς προσειπεῖν νῦν χρεών Plat. Soph. 220 c; ὧν ἔμπειρον χρεὼν εἶναι Tim. 55 d; τοῦτον καθήρασθαι τὸν οἶκον χρεὼν ἔστω Legg. IX, 877 e; auch substantivisch, ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χρεὼν ἤγαγεν εἰς τὸ προέσθαι αὐτόν Phaedr. 255 a, vgl. Ax. 364 c 365 b; Sp.; τὸ χρεὼν τοῦ χρησμοῦ ἐνταῦθα περαίνει Plut. Nic. 14, die Prophezeiung od. die Unabänderlichkeit des Orakels.
Greek (Liddell-Scott)
χρεών: (ἔντισιν Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. ἐνίοτε πλημμελῶς φέρεται χρεόν), τό, γενικ. τοῦ χρεὼν Εὐρ. Ἱππόλυτ. 1256, Ἡρ. Μαιν. 21, ὥστε εἶναι ἄκλιτον, εἰ καὶ ὀλίγον ἐν χρήσει πλὴν κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ― κυρίως μετοχ. οὐδ. τοῦ χράω, Ἰων. χρέω· ― τὸ ὑπὸ μαντείου διακηρυττόμενον, τὸ πρᾶγμα ὅπερ πρέπει νὰ γείνῃ, τὸ χρεὼν γίνεσθαι Ἡρόδοτ. 7. 17· τὸ χρεὼν τοῦ χρησμοῦ Πλουτ. Νικ. 14· ἐντεῦθεν. ΙΙ. τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένον, ὡς τὸ χρεία ΙΙ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Βάκχ. 515· ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χρεὼν Πλάτ. Φαῖδρ. 255Α· μοίρας τοῦ χρεών τ’ ἀπαλλαγὴ Εὐρ. Ἱππόλυτ. 1256· εἰς τὸ χρεὼν ἰέναι Πλάτ. Ἀξ. 364C· εἰς τὸ χρεών, prae necossitate, Στράβ. 368· τὴν εἰς τὸ χρ. ποιεῖσθαι Πλούτ. 2. 113C· τό τοι χρεὼν οὐκ ἔστι μὴ χρεὼν ποιεῖν παρὰ Πλουτ. 2. 108Α. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει χρεὼν (ἐξυπακ. ἐστι), σχεδὸν ὡς τὸ χρή, εἶναι ἀναγκαῖον, ἐπιβάλλεται ὑπὸ τῆς μοίρας, Λατιν. oportet, μετ’ ἀπαρ., Θέογν. 564, Αἰσχύλ. Ἀγ. 922, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 633, κλπ.· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πινδ. Π. 2. 96, Ἡρόδοτ. 1. 41, 57., 2. 133, καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 772, 970, κ. ἀλλ., Σοφοκλ. Φιλ. 1439, Ἀριστοφ. Ἱππ. 138, Θουκ. 5. 49. 3) ἐνίοτε ὡς οὐδ. μετοχ. (ὡς τὸ ἐξόν, κλπ.), χρεὼν γάρ μιν μὴ λέγειν.. λέγει Ἡρόδ. 5. 50., 9. 58. ΙΙΙ. σπανιώτερον, τὸ σύμφορον ἢ ὀρθὸν ἢ δίκαιον, Χοιρίλ. 7 (σ. 160 Näke), ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν Σοφ. Φιλ. 143· μητέρ’ εἰ χρεὼν ταύτην προσαυδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 273, πρβλ. 983, Ἀριστοφ. Νεφ. 1417, κτλ.· μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χρεὼν πάθε Αἰσχύλ. Χο. 930. ― Παρὰ τοῖς Τραγ. τὸ χρεὼν (= χρὴ) ἀπαντᾷ ἄνευ τοῦ ἐστὶ ἢ ἦν, ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζογράφοις συνηθέστερον προστίθεται τὸ ῥῆμα· ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Πλάτ. Σοφιστ. 220D, Κριτί. 107Β, κ. ἀλλ. IV. ἀπολ., οὐ χρεὼν ἄρχετε, διοικεῖτε, κυβερνᾶτε οὐχὶ δικαίως, Θουκ. 3. 40. ― Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. οὐδέποτε ἐν χρήσει, τὸ δὲ ἐν Ὀδ. Ο. 201 εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρεώ. [Παρὰ ποιηταῖς τὸ χρεὼν εἶναι ἐνίοτε μονοσύλλ., ἴδε Näke εἰς Χοιρίλ. 161.]
French (Bailly abrégé)
part. neutre de l’impers. χρή.
English (Slater)
χρεών (sc. ἐστί)
1 it is necessary c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος (P. 2.52) εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (sc. Ἀρισταγόραν: Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17)
English (Slater)
χρεών (sc. ἐστί)
1 it is necessary c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος (P. 2.52) εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (sc. Ἀρισταγόραν: Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17)