χέραδος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εος: [[gravel]], pebbles, Il. 21.319†. | |auten=εος: [[gravel]], pebbles, Il. 21.319†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>χέρᾰδος</b><br /> <b>1</b> [[silt]], [[debris]] carried by a [[torrent]] τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) [[οὔτε]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] οὔτ' [[ἄνεμος]] ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>χέρᾰδος</b><br /> <b>1</b> [[silt]], [[debris]] carried by a [[torrent]] τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) [[οὔτε]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] οὔτ' [[ἄνεμος]] ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327. | |sltr=<b>χέρᾰδος</b><br /> <b>1</b> [[silt]], [[debris]] carried by a [[torrent]] τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) [[οὔτε]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] οὔτ' [[ἄνεμος]] ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 17 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A silt, gravel, and rubbish, brought down by torrents, ἅλις χέραδος περιχεύας Il.21.319; μὴ κίνη χέραδος Sapph. 114, cf. Alc.105 Lobel, Pi.P.6.13, A.R.1.1123; χεράδες (pl.) is given by Hsch., χεράδας is f.l. in Sapph. l.c. (ap.EM808.39), and so χεράδι (for χεράδει) in Pi. l.c., and χεράδος (for χέραδος) in A.R. l.c.; χέραδος is confirmed by Sch.Il.l.c., Apollon.Lex., EM808.40.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, wie χεράς, Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von χεράς nahmen, es χεράδος betonten u. mit ἅλις verbanden.
Greek (Liddell-Scott)
χέρᾰδος: τό, ἰλύς, ἄμμος μετὰ λίθων, λιθάρια καὶ συρφετός, τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἅλις χέραδος περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. χερμάδιον. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἅλις, ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ μετὰ γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν ὁμοθύμως δέχονται χέραδος, ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι χέραδος· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι μὴ κίνη χέραδος (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ τύπος χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς πλάσμα τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. χερμάδιον, χερμάς, καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, ξηρός, μετὰ τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ τραχύς, σκληρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «χέραδος· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. acc. sg.
tas de petites pierres et de sable, gravier.
Étymologie: apparenté à χαράδρα ; sel. d’autre, à χέρρος, ξηρός.
English (Autenrieth)
εος: gravel, pebbles, Il. 21.319†.
English (Slater)
χέρᾰδος
1 silt, debris carried by a torrent τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.
English (Slater)
χέρᾰδος
1 silt, debris carried by a torrent τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.