ἕδρα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> tout objet pour s’asseoir, siège, stalle, banc ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> siège <i>ou</i> place d’honneur;<br /><b>2</b> trône;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> siège <i>ou</i> place qu’on occupe ; siège <i>ou</i> place (d’un organe) ; <i>en gén.</i> place d’une chose (emplacement <i>ou</i> lit d’un fleuve);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> endroit où l’on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. [[Παρνησός]] ESCHL le séjour du Parnasse;<br /><b>3</b> résidence d’un dieu, temple ; autel;<br /><b>4</b> lieu de station pour les navires;<br /><b>III.</b> partie du corps sur laquelle on s’assied, siège, fondement ; <i>p. anal.</i> base (d’une machine, d’une coupe, d’une plante, <i>etc.</i>);<br /><b>IV.</b> action de s’asseoir ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> situation sédentaire ; inaction ; [[οὐχ]] ἕδρας [[ἀκμή]] SOPH il n’y a pas un instant à perdre;<br /><b>2</b> session d’une assemblée, séance ; assemblée siégeant.<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> tout objet pour s’asseoir, siège, stalle, banc ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> siège <i>ou</i> place d’honneur;<br /><b>2</b> trône;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> siège <i>ou</i> place qu’on occupe ; siège <i>ou</i> place (d’un organe) ; <i>en gén.</i> place d’une chose (emplacement <i>ou</i> lit d’un fleuve);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> endroit où l’on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. [[Παρνησός]] ESCHL le séjour du Parnasse;<br /><b>3</b> résidence d’un dieu, temple ; autel;<br /><b>4</b> lieu de station pour les navires;<br /><b>III.</b> partie du corps sur laquelle on s’assied, siège, fondement ; <i>p. anal.</i> base (d’une machine, d’une coupe, d’une plante, <i>etc.</i>);<br /><b>IV.</b> action de s’asseoir ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> situation sédentaire ; inaction ; [[οὐχ]] ἕδρας [[ἀκμή]] SOPH il n’y a pas un instant à perdre;<br /><b>2</b> session d’une assemblée, séance ; assemblée siégeant.<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἕδρα]] (ἕδραν; -αι, -αις(ι).) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[dwelling]] [[place]] of gods or men. ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν Kamarina (O. 5.8) [[ἀπάτερθε]] δ' [[ἔχον]] ἀστέων μοίρας, κέκληνται δέ [[σφιν]] ἕδραι (Kamiros, Ialysos, Lindos) (O. 7.76) αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χαρίτες Orchomenos (O. 14.2) Κρόνου παῖδας βασιλῆας [[ἴδον]] χρυσέαις ἐν ἕδραις ([[perhaps]] seats ) (P. 3.94) τὸ μὲν παρ' [[ἆμαρ]] ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας [[ἔνδον]] Ὀλύμπου (P. 11.63) βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον [[θεῶν]] ἕδραν (I. 7.44) ]ς ἕδραι θε[ Πα. 13c. 7.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sitting]], [[assembly]] εἶδεν δ (sc. [[Πηλεύς]]) εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ [[κράτος]] ἐξέφαναν (N. 4.66)
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδρα Medium diacritics: ἕδρα Low diacritics: έδρα Capitals: ΕΔΡΑ
Transliteration A: hédra Transliteration B: hedra Transliteration C: edra Beta Code: e(/dra

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἕδρη, ἡ: (ἕδος):    I sitting-place:    1 seat, chair, stool, bench, Il.19.77, Od.3.7; ἀγοραί τε καὶ ἕδραι 8.16, cf. 3.31; seat of honour, περὶ μέν σε τίον . . ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il.8.162, 12.311; ἕδραις γεραίρειν τινά X.Cyr.8.1.39; τιμίαν ἕ. ἔχειν A.Eu.855; throne, ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Id.Pr.203; θακεῖν παγκρατεῖς ἕ. to sit on an almighty throne, ib.391, cf. Pers.466.    2 seat, abode, freq. in pl., Pi.O.7.76, P.11.63, etc.; esp. of the gods, sanctuary, temple, Id.I.7(6).44, A.Ag.596, etc.; also νέοικος ἕ. station for ships, Pi.O.5.8; ναύλοχοι ἕδραι S.Aj.460: periphr., ἕδραισι Θεράπνας Pi.P.11.63; Παρνησοῦ ἕδραι A.Eu.11, cf. E.Tr.557 (lyr.); βλεφάρων ἕ. the eye, Id.Rh. 8 (anap.); ὄμματος ἕ. ib.554 (lyr.).    3 seat or place of anything, ἐξ ἕδρας out of its right place, Id.Ba.928, cf. Plu.Fab.3; καταναγκάσαι ἐς ἕδρην Hp.Mochl.38; ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἕ. Hdt.7.37; τὴν τοῦ ἥπατος ἕ., σπλάγχνου, etc., Pl.Ti.67b, 72c, etc.; ἐκ τῆς ἕ. ὠθεῖν ib.79b; ἔχειν ἕδραν to keep its place, Arist.Mete.356a4; μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61; ἕδραν στρέφειν to wriggle, Thphr.Char.27.14; στοὰν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἕ. ἐπαναγαγεῖν D.C.57.21; base, Plu.Demetr.21: metaph. in Rhet., D.H.Dem.31, etc.; of a plant, Gp.5.9.9.    4 ἡ ἕ. τοῦ ἵππου the back of the horse, on which the rider sits, X.Eq.5.5, 12.9, Eq. Mag.4.1.    5 in pl., quarters of the sky in which omens appear, A.Ag.118 (lyr.), E.HF596.    6 seat of a physiological process, ἕ. ἀναθρέψεως Gal.18(2).105.    II sitting, esp. of suppliants, ἕδραν ἔχειν προστρόπαιον A.Eu.41, cf. S.OT13, OC112.    2 sitting still, Hp.Aër.20: hence, inactivity, delay, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Hdt.9.41; ἀχθομένων τῇ ἕ. Th.5.7; οὐχ ἕδρας ἀκμή S.Aj.811; οὐχ ἕδρας ἀγών E.Or.1291; οὐχ ἕδρας ἔργον B.Fr.11; also οἰκίης ἕδρῃ sitting at home, Herod.4.92.    3 position, γονυπετεῖς ἕδραι kneeling, E.Ph.293 (lyr.); βέλεος ἕδρη place occupied by a weapon which fixes itself in the skull, Hp.VC7.    4 sitting, session of a council, etc., εὐθὺς ἐξ ἕδρας when he rose from the sitting, S.Aj.780 (but ἐξ ἕδρας ἀνίσταται ib.788, means from quietude); ἕδραν ποιεῖν to hold a sitting, And.1.111, cf.IG12.110.41.    III seat, breech, fundament, Hdt.2.87, Hp. Aph.5.22, Ar.Th.133, etc.; of birds and animals, rump, Arist.HA 633b8, Simon Eq.9, etc.    IV Geom., face of a regular solid, Theol.Ar.37.

German (Pape)

[Seite 716] ἡ, = ἕδος, in Prosa das gebräuchlichere Wort; 1) Alles worauf man sitzt, Stuhl, Sessel, Bank, Il. 19, 77 Od. 3, 7 u. sonst; auch der Plag, wo man sitzt, τίειν τινὰ ἕδρᾳ, Einen durch einen Ehrenplatz auszeichnen, Il. 8, 161. 12, 311; τιμίαν ἕδραν ἔχειν Aesch. Eum. 817; τιμαῖς, δώροις, ἀρχαῖς, ἕδραις γεραίρειν τινα, Xen. Cyr. 8, 1, 39; ἕδρης εἴκειν τινί Phocyl. 208; der Thron, ἐκβαλεῖν ἕδρης Κρόνον Aesch. Prom. 201; ἕδραν ἔχειν, seinen Sitz haben, sitzen, ἐπ' ὀμφαλῷ Eum. 41; ἐκ τῆσδ' ἕδρας ἔξελθε Soph. O. C. 36; ἐξ ἕδρας ἀνιστάναι, von seinem Sitz aufstehen heißen, Ai. 775; ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν Plat. Tim. 79 b; übh. = Ort, ἡ τοῦ ἥπατος ἕδρα, der Sitz der Leher, 67 b. Bei den Aerzten der Sitz einer Krankheit. – Bes. in den Tempeln der Götter; χαλκόπεδος θεῶν ἕδρα Pind. I. 6, 44; ἐν θεῶν ἕδραις Aesch. Ag. 582 Suppl. 408, die 469 geradezu βωμοί heißen. – 2) Alles, worauf Etwas sitzt, ruht, Grundlage, Basis, Plut. Demetr. 21 u. a. Sp.; ἕδραν στρέφειν τινί, Einem die Grundlage entziehen, ihm ein Bein unterschlagen, Theophr. Char. 27. – 3) das Gefäß, der Hintere, Her. 2, 87; Hippocr. u. A. Auch der Nachtstuhl u. der Stuhlgang, Medic. – 4) das Sitzen, die Sitzung; Od. 3, 31. 8, 16; ἕδρας θοάζειν Soph. O. R. 2; ἕδραν ποιεῖν, Sitzung halten, Andoc. 1, 111; Dio Cass. oft von Senatssitzungen. – 5) das Zaudern, Verweilen, Her. 9, 41 Thuc. 5, 7; οὐχ ἕδρας ἔργον οὐδ' ἀμβολᾶς Bacchyl. bei Ath. XIV, 631 c; οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. Ai. 798; vgl. Eur. Or. 1241.

Greek (Liddell-Scott)

ἕδρα: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἕδρη, ἡ, (ἕδος): Ι. μέρος ἔνθα κάθηταί τις: 1) θρόνος, κάθισμα, Ἰλ. Τ. 77, Ὀδ. Γ. 7· ἀγοραί τε καὶ ἕδραι (ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει ἐνταῦθα «ἐκκλησίαι καὶ συνέδρια») Ὀδ. Θ. 16, πρβλ. Γ. 31· κάθισμα τιμῆς, πρωτοκαθεδρία, περὶ μέν σε τίον... ἕδρῃ τε κρέασίν τε Ἰλ. Θ. 162., Μ. 311· οὕτως, ἕδραις γεραίρειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 59· τιμίαν ἕδραν ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 854· ἀρχή, ἐξουσία, θρόνος, ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον ὁ αὐτ. Πρ. 201· θακεῖν παγκρατεῖς ἕδρας, καθῆσθαι ἐπὶ παντοδυνάμου θρόνου, αὐτόθι 389, πρβλ. Πέρσ. 466. 2) οἰκητήριον, συχνὸν κατὰ πληθ., Πινδ. Ο. 7. 140, Π. 11. 95, κτλ.· μάλιστα ὡς οἰκητήριον θεῶν, ἱερόν, ναός, Πίνδ. Ι. 7. (6). 61, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, κτλ.· πρβλ. ἕδος· - νέοικον ἕδραν, νεωστὶ συνοικισθεῖσαν πόλιν, λέγει δὲ τὴν Καμαρῖναν ἢ Καμάριναν πόλιν τῆς Σικελίας, Πίνδ. Ο. 5. 19· ναύλοχοι ἕδραι, τὸ μέρος ἔνθα ναυλοχοῦσι νῆες, Σοφ. Αἴ. 460· περιφρ., Παρνησοῦ ἕδραι ἀντὶ Παρνησός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 11, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 557· βλεφάρων ἕδρα, ὁ ὀφθαλμός, Εὐρ. Ρῆσ. 8· ὄμματος ἕ. 554. 3) τὸ μέρος ἢ ὁ τόπος πράγματός τινος, ἐξ ἕδρας, ἕξω τῆς θέσεώς του, Εὐρ. Βάκχ. 928· τὴν τοῦ ἥπατος ἕδραν, τοῦ σπλάγχνου, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 67Β, 72C, κτλ.· ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν αὐτόθι 79Β· ἔχειν ἕδραν, τηρεῖν τὴν θέσιν αὑτοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ἕδραν στρέφειν, λυγίζεσθαι ὥσπερ οἱ παλαισταί, Θεοφρ. Χαρ. 27· ἴδε ἑδροστρόφος: - πυθμήν, θεμέλιον, βάσις, Πλούτ. Δημήτρ. 21. 4) ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου, ἡ ῥάχις, δηλ. τὸ μέρος ἐφ’ οὗ κάθηται ὁ ἱππεύς, Ξεν. Ἱππ. 5. 5., 12. 9, Ἱππαρχ. 4, 1· πρβλ. ἑδραῖος 1. 2. 5) ἕδραι, τὰ μέρη τοῦ ὁρίζοντος, ἐν οἷς ἀναφαίνονται οἰωνοί, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117 (ἔνθα ἴδε, Ἕρμανν.), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 596· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 37, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν... ἕδρην. 6) τὸ μέρος τοῦ σώματος ἔνθα ἑδράζεται πάθος τι, Ἰατρ. ΙΙ. τὸ καθῆσθαι, τὸ νὰ κάθηταί τις, ἕδραν ἔχειν, καθῆσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 41· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 13 (πρβλ. θοάζω), Ο. Κ. 112. 2) ἕδραν ἔχειν = καθῆσθαι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐντεῦθεν, ἀπραξία, ἀδράνεια, βραδύτης, χρονοτριβή, ὡς τὸ ἕδος ΙΙ, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Ἡρόδ. 9. 41· ἀχθομένων τῇ ἕδρᾳ Θουκ. 5. 7· οὐχ ἕδρας ἀκμὴ Σοφ. Αἴ. 811· οὐχ ἕδρας ἔργον οὐδ’ ἀμβολᾶς Βακχυλ. Ἀποσπ. 15 23· οὐκ ἔργον ἕδρας Εὐρ. Ὀρ. 1291. 3) ἐπὶ στάσεως, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, Εὐρ. Φοίν. 293· βέλειος ἕδρη, τὸ μέρος ἔνθα τὸ βέλος ἐμπήγνυται εἰς τὸ ὀστοῦν ἀποτελοῦν ὁμαλὴν ὀπὴν ἄνευ ῥηγμάτων, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 900. 4) ἡ συνεδρία συμβουλίου τινὸς ἢ σωματείου, κτλ., εὐθὺς ἐξ ἕδρας, εὐθὺς ἐγερθεὶς ἐκ τῆς συνεδρίας, Σοφ. Αἴ. 780, πρβλ. 749, (ἀλλὰ τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; πρὸς τί πάλιν... ταράσσετε τὴν ἡσυχίαν μου; αὐτόθι 788)· ἕδραν ποιεῖν, ποιεῖν συνεδρίαν, Ἀνδοκ. 15. 9. ΙΙΙ. τὰ ὀπίσθια, ἡ πυγή, Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ. Ἀφ. 1253, κτλ.· - ἐπὶ πτηνῶν, ὁ πρωκτός, τὸ ὀρροπύγιον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 49Β, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. tout objet pour s’asseoir, siège, stalle, banc ; particul.
1 siège ou place d’honneur;
2 trône;
II. p. ext. 1 siège ou place qu’on occupe ; siège ou place (d’un organe) ; en gén. place d’une chose (emplacement ou lit d’un fleuve);
2 p. ext. endroit où l’on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. Παρνησός ESCHL le séjour du Parnasse;
3 résidence d’un dieu, temple ; autel;
4 lieu de station pour les navires;
III. partie du corps sur laquelle on s’assied, siège, fondement ; p. anal. base (d’une machine, d’une coupe, d’une plante, etc.);
IV. action de s’asseoir ; p. suite
1 situation sédentaire ; inaction ; οὐχ ἕδρας ἀκμή SOPH il n’y a pas un instant à perdre;
2 session d’une assemblée, séance ; assemblée siégeant.
Étymologie: R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.

English (Slater)

ἕδρα (ἕδραν; -αι, -αις(ι).)
   a dwelling place of gods or men. ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν Kamarina (O. 5.8) ἀπάτερθε δ' ἔχον ἀστέων μοίρας, κέκληνται δέ σφιν ἕδραι (Kamiros, Ialysos, Lindos) (O. 7.76) αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χαρίτες Orchomenos (O. 14.2) Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις (perhaps seats ) (P. 3.94) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44) ]ς ἕδραι θε[ Πα. 13c. 7.
   b sitting, assembly εἶδεν δ (sc. Πηλεύς) εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (N. 4.66)