ἄθυμος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(Bailly1_1) |
(big3_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />découragé, abattu, mal disposé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θυμός]]. | |btext=ος, ον :<br />découragé, abattu, mal disposé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θυμός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἄθῡμος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desanimado]], [[desalentado]], [[decaído]] ἀσκελέες καὶ ἄ. <i>Od</i>.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.<i>OT</i> 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.<i>Lys</i>.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.<i>An</i>.1.4.9, cf. Hp.<i>Epid</i>.3.17.2, Men.<i>Fr</i>.336.2, Philostr.<i>Im</i>.1.4.1.<br /><b class="num">2</b> [[pusilánime]], [[sin valor guerrero]] κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.<i>Fr</i>.927, cf. A.<i>Th</i>.616, Pl.<i>R</i>.456a, de pueblos asiáticos, Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> [[que acaba con el valor]], [[desalentador]] ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.<i>Eu</i>.770.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[desanimadamente]], [[sin ánimos]] ἀ. πρὸς τὸ [[δεῖπνον]] ἔχειν X.<i>HG</i> 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀ. διάγειν X.<i>Cyr</i>.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτο Plb.4.81.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fainthearted, spiritless, once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927, cf. OT319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol.1327b28: Comp. -ότερος Men.405.2; ἄ. εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀ. τιθέντες discouraging their marches, A.Eu.770. 2 without anger or passion, Pl.R.411b, Lg.888a.
German (Pape)
[Seite 48] 1) muthlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmüthig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem θυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmüthig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθὐμως διάγειν, muthlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmüthig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθῡμος: -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνθυμος, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. εἶναι πρός τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· οὕτως: ἀθύμως ἔχειν πρός τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, ἐργάζομαι ἄνευ προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) ἄνευ θυμοῦ, ἤτοι ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ εὐχάριστος, ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ στίχος εἶναι γνήσιος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
découragé, abattu, mal disposé.
Étymologie: ἀ, θυμός.
Spanish (DGE)
(ἄθῡμος) -ον
I 1desanimado, desalentado, decaído ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.OT 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.Lys.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.Eu.770.
III adv. -ως desanimadamente, sin ánimos ἀ. πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχειν X.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀ. διάγειν X.Cyr.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτο Plb.4.81.8.