φωνή: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[voice]], [[properly]] [[with]] [[reference]] to its [[quality]], whereby [[one]] [[individual]] [[may]] be [[distinguished]] [[from]] an [[other]]. Transferred to animals, συῶν, [[βοῶν]], Od. 10.239, μ 3, Od. 19.521. | |auten=[[voice]], [[properly]] [[with]] [[reference]] to its [[quality]], whereby [[one]] [[individual]] [[may]] be [[distinguished]] [[from]] an [[other]]. Transferred to animals, συῶν, [[βοῶν]], Od. 10.239, μ 3, Od. 19.521. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[voz]], [[vocales]], [[lengua]], [[idioma]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An.420b5, cf. 29, HA535a27, PA664b1); opp. φθόγγος (v. φθόγγος 11): I mostly of human beings, speech, voice, utterance, φ. ἄρρηκτος Il.2.490; ἀτειρέα φ. 17.555; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle-cry of an army, Τρώων καὶ Ἀχαιῶν . . φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3; ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti.67b; φ. μαλακή Ar.Nu.979 (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq.218,638: with Verbs, φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85, Ar.Nu.357 (anap.); φ. ἱέναι Hdt.2.2, 4.23, Pl.Phdr.259d, etc.; φ. ἥσει E.HF1295; προΐεσθαι Aeschin.2.23; ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12; διαρθρώσασθαι Pl.Prt.322a; ἐντείνασθαι Aeschin.2.157; φ. ἐπαρεῖ D.19.336; φωνῇ with his voice, aloud, Il.3.161, Pi.P.9.29; εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51; διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by... Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg.474e; σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh.1306a32: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg.890d, cf. Euthd.293a; πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R.475a, D.18.195; φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15 (ii B. C.). 2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86,396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521; ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr.895a4. 3 any articulate sound, opp. inarticulate noise (ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant.1206; ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12: στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po.1456b22; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht.203b, Arist.HA535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21. 4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet., κερκίδος φ. S.Fr.595; συρίγγων E.Tr.127 (lyr.); αὐλῶν Mnesim.4.56 (anap.); rare in early Prose, ὀργάνων φωναί Pl.R.397a; freq. in LXX, ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7; ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15. 5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43. II faculty of speech, discourse, εἰ φωνὴν λάβοι S.El.548; παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά Id.OC1283. 2 language, hdt.4.114, 117; φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55; ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag.1051; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch.563, cf. E.Or.1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap.17d, etc.; τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht.163b; κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d, cf. 409e. III phrase, saying, τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b; ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b, cf. 330f, etc.; of formulae, στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U., cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59); αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14, cf. Jul.Or.5.162b, etc. IV report, rumour, LXXGe.45.16. b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.). V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ, Laut, Ton, immer von lebenden Wesen, gew. von Menschen, Stimme, Rede; oft bei Hom., Hes. u. Folgdn; bes. laute, deutliche Stimme, Schlachtruf, Il. 14, 400. 15, 686. 18, 219; von Thieren, von Schweinen, Hunden, Rindern, Od. 10, 239. 12, 86. 396 (Her. 4, 129); von der Nachtigall 19, 521, Gesang; von der Schwalbe Anacr. 9, 9; vgl. Arist. H. A. 4, 9 λόγου κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὰ δ' ἄλλα φωνῆς; de anim. 2, 8 erkl. ψόφος ἐμψυχίου σημαντικός; u. sonst, der artikulirte Laut im Ggstz des unartikulirten, ψόφος, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 155; doch auch κερκίδων, Soph. Ir. 522, συρίγγων, Eur. Tr. 127; – gewöhnlich die Sprache; Her. 4, 117, der verbindet φωνὴν ἱέναι, 2, 2; ὁ παῖς ἄφωνος ὑπὸ δέους καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν 1, 85; τἡν φωνὴν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον 4, 114; αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ 2, 55; προσέννεπε φωνᾷ Pind. P. 9, 30, u. oft; εἴθ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Aesch. Ch. 193; ἀγνῶτα βάρβαρον κεκτημένη Ag. 1021; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Ch. 556; εἰ φωνὴν λάβοι, wenn er sprechen könnte, Soph. El. 538; Eur, oft, φωνὴν ἥσει χθών Herc. F. 1295; μαλακή Ar. Nubb. 966, μιαρά Equ. 218, ἀναιδής 636; ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 d; τῇ φωνῇ μέγα λέγων Prot. 310 b; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ τεθραμμένος 341 c, u. oft, wie Folgde; im plur., φωναί, Geschrei, Xen. Cyr. 1, 2,3; οἵας τότ' ἠφίει Φίλιππος φωνάς Dem. 18, 218; ὁ παρὼν καιρὸς μονονουχὶ λέγει φωνὴν ἀφιείς 1, 2. – Bei den Stoikern der bloße Laut im Ggstz zur λέξις.
Greek (Liddell-Scott)
φωνή: ἡ, ἴδε ἐν λ. φάω· ― ὡς καὶ νῦν, φωνή, κυρίως ὁ ἦχος ὁ διὰ τοῦ λάρυγγος παραγόμενος, φωνὴ εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἄλλου τινὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας καὶ λάρυγγα, (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 8, 14, πρβλ. 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 5)· ἐνίοτε ἀντίκειται τῷ φθόγγος (ἴδε φθόγγος ΙΙ.). 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων (πρβλ. διάλεκτος ΙΙ. 1), φωνή, Λατ. vox, πρῶτον παρ’ Ὁμ. φ. ἄρρηκτος Ἰλ. Β. 490· ἀτειρέα φ. Ρ. 555· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ’ ἵκανεν, περὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς τοῦ Αἴαντος, Ο. 686· ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς πολλῶν ἀνθρώπων, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινόν ἀϋσάντων Ξ. 400· φ. ἀνθρωπηίη Ἡρόδ. 2. 55· ἡ φ. τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 4, 114· αἱ φωναί, ὁ θόρυβος τῶν ἀγοραίων, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2. 3· κλπ.· ὁ τόνος τῆς φ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 20, πρβλ. Δημ. 319. 12, Αἰσχίνης 83· ἐν τέλει αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ αὐτῆς ἥτις διακρίνεται ὡς ὀξεῖα, βαρεῖα, τραχεῖα, Πλάτ. Τίμ. 67Α φ. μαλακὴ Ἀριστ. Νεφ. 979· μιαρά, ἀναιδὴς Ἱππεῖς 218, 678· ― μετὰ ῥημάτων, φωνὴν ῥηγνύναι, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rumpere vocem, Ἡρόδ. 1. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 357· φ. ἱέναι, vocem edere, Ἡρόδ. 2. 2., 4. 23, Πλάτ., κλπ.· ἀφιέναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1295· προΐεσθαι Αἰσχίνης 31. 20· ἀρθροῦν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· διαρθροῦσθαι Πλάτ. Πρωτ. 322Α· ἐντείνεσθαι Αἰσχίνης 49. 15· ἐπαίρειν Δημ. 449. 14· ― φωνῇ, μὲ τὴν φωνήν του, μεγαλοφώνως, Ἰλ. Γ. 161, Πινδ. Π. 9. 49, Λυσίας 107. 38· μιᾷ φ., μὲ μίαν φωνήν, ὁμοφώνως, Λουκ. Νιγρ. 14· πληθ., αἱ φωναί, αἱ παραλλαγαί, οἱ τόνοι τῆς φωνῆς, Πλάτ. Γοργ. 474Ε· σχήμασι καὶ φωναῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 14· ― παροιμ., φωνῇ ὁρᾷν, ἐπὶ τυφλοῦ (πρβλ. φατίζω), Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 137· πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέναι, δηλ. ποιεῖσθαι χρῆσιν παντὸς μέσου, Πλάτ. Νόμ. 890D, πρβλ. Εὐθύδ. 293Α· οὕτω, πάσας ἀφιέναι φωνὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 475Α, Δημ. 293. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 341. 2) ὡσαύτως ἡ φωνὴ ἢ κραυγὴ τῶν ζῴων, οἶον χοίρων, κυνῶν, βοῶν, Ὀδ. Κ. 239, Μ. 86, 396· τῶν ὄνων, Ἡρόδ. 4. 129· τῆς ἀηδόνος, Ὀδ. Τ. 521· ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Ἀριστ. Προβλ. 10. 38· 3) πᾶσα ἔναρθρος φωνή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄναρθρον (ψόφος), φ. κωκυμάτων Σοφ. Ἀντιγ. 1206· ταύτης δὲ (δηλ, τῆς φωνῆς) μέρη τό τε φωνῆεν καὶ τὸ ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2· ― παρὰ μεταγεν. περιωρίσθη ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ τὴν φωνὴν ἢ ἦχον τῶν φωνηέντων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τῶν ἀφώνων, Schäf. εἰς Διονύσιον Ἁλ. περὶ Σύνθ. σ. 155, Stallb. Πλάτ. Θεαίτ. 203B. Κρατ. 424C. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1· πρβλ. φωνέω Ι. 4, φωνήεις 3. 4) ἐπὶ ἤχων παραγομένων ὑπὸ ἀψύχων πραγμάτων, κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, κερκίδος φ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 522· συρίγγων Εὐρ. Τρῳ. 127· αὐλῶν Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56· σπάνιον τοῦτο παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ὀργάνων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἡ φ, τῆς σάλπιγγος Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ΄), 18· βροντῆς ὑδάτων, κλπ. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ λαλεῖν, λόγος, Λατ. sermo, εἰ φωνὴν λάβοι Σοφ. Ἡλ. 548· παρέσχε φωνήν τοῖς ἀφωνήτοις τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1283. 2) γλῶσσα, Λατ. lingua, Ἡρόδ. 4. 114, 117, πρβλ. 2. 55. 3) εἶδος γλώσσης, διάλεκτος, ἀγνῶτα φ. βάρβαρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 563· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1397. Θουκ. 6. 5., 7. 57, Ξεν. Κυνηγ. 2, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 17Ε· τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Β· κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 398D, πρβλ. 409Ε. ΙΙΙ. φράσις, λόγος, ῥῆσις, τὴν Σιμωνίδου φ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Πλούτ. 2. 106Β, πρβλ. 330F, κλπ.· αἱ σκεπτικαὶ φ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 14, κλπ. IV. φήμη, λόγος, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ΄, 16), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. son ; particul. son clair et fort :
I. en parl. de pers.
1 voix, particul. voix claire et forte;
2 faculté ou droit de parler, usage de la parole;
3 cri;
4 voix dans le chant ; au pl. αἱ φωναί notes de la voix;
5 son articulé, particul. voyelle t. de gramm.
II. voix des animaux :
1 cri d’un animal;
2 chant des oiseaux;
III. son des instruments;
B. langage, d’où
1 en gén. manière de s’exprimer;
2 langue propre à un peuple, idiome ; particul. dialecte;
3 langue propre à une classe d’hommes, particul. langue des orateurs;
4 maxime, sentence;
C. mot, expression.
Étymologie: φημί.
English (Autenrieth)
voice, properly with reference to its quality, whereby one individual may be distinguished from an other. Transferred to animals, συῶν, βοῶν, Od. 10.239, μ 3, Od. 19.521.