παρέρχομαι: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(Autenrieth) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. παρελεύσεαι, aor. παρῆλθε, inf. παρελθέμεν: [[come]] or go by, [[pass]] by, [[outstrip]], Od. 8.230; [[fig]]., [[evade]], [[overreach]], Il. 1.132. | |auten=fut. παρελεύσεαι, aor. παρῆλθε, inf. παρελθέμεν: [[come]] or go by, [[pass]] by, [[outstrip]], Od. 8.230; [[fig]]., [[evade]], [[overreach]], Il. 1.132. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[παρά]] and [[ἔρχομαι]]; to [[come]] [[near]] or [[aside]], i.e. to [[approach]] ([[arrive]]), go by (or [[away]]), ([[figuratively]]) [[perish]] or [[neglect]], (causative) [[avert]]: [[come]] ([[forth]]), go, [[pass]] ([[away]], by, [[over]]), [[past]], [[transgress]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:47, 25 August 2017
English (LSJ)
(the other moods of the pres., and the impf. (παρήρχοντο is found in Alciphr.Fr.6.15), as also the fut., are borrowed from πάρειμι (εῖμι
A ibo), cf. ἔρχομαι) : aor. παρῆλθον, inf. -ελθεῖν, more rarely -ήλῠθον Theoc.22.85 (for παρενθεῖν, v. παρέρπω 11) :—go by, beside, or past, pass by, of a ship, Od.16.357 ; ἧος μέγα κῦμα παρῆλθεν 5.429 ; of birds, 12.62 ; of persons, A.Supp.1004, etc.; [παρῆλθεν ὁ κίνδυνος] ὥσπερ νέφος passed away, D.18.188. 2 of Time, pass, Hdt. 2.86 ; παρεληλύθει τὰ Διονύσια Aeschin.3.69 ; ὁ παρελθὼν χρόνος time past, E.Fr.1028 (anap.) ; ὁ π. ἄροτος the past season, S. Tr.69 ; π. ὁδοί wanderings now gone by, Id.OC1397 ; οἱ παρεληλυθότες πόνοι Pl. Phdr.231b, X.An.4.3.2 ; τῆς παρελθούσης νυκτός Pl.Prt.310a ; ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ in time past, of old, X.Cyr.8.8.20, etc. ; τὰ παρεληλυθότα past events, D.18.191 ; τὸ παρελθόν, opp. τὸ μέλλον, Arist. Ph.218a9 ; ὁ παρεληλυθώς (sc. χρόνος) Id.Po.1457a18, cf. Cat.5a8, S.E.P.3.106. IIpass by, outstrip, esp. in speed, τινα Il.23.345; ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ Od.8.230 ; π. ἐν δόλοισιν surpass in wiles, 13.291 ; οὔ με δόλῳ παρελεύσεαι Thgn. 1285 ; δυνάμει E.Ba.906(lyr.) ; ἀναιδείᾳ Ar.Eq.277 ; π. τῇ πρώτῃ στρατείᾳ to be superior, have the advantage, Aeschin.3.129 ; τοὺς λόγους τἄργα παρέρχεται D.10.3 ; τὸ ψυχρὸν τοῦτ' ὄνομα, τὸ ἄχρι κόρου, παρελήλυθε has outdone that hackneyed phrase, 'to satiety', Id.19.187. 2outwit, elude, 'give the go-by to', μὴ δὴ οὕτως. . κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις (unless in signf. v) Il.1.132 ; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον οὐδὲ παρελθεῖν Hes.Th.613 ; φυλακὰς . . ἐούσας οὐδὲν χαλεπὰς παρελθεῖν Hdt.3.72 ; π. τὴν πεπρωμένην τύχην E.Alc.695 ; τὴν ἐν τῷ ὅλῳ ψυχήν Plot.6.7.11 ; τὰς αἰτίας καὶ τὰς διαβολάς D.18.7. III pass on and come to a place, arrive at, ἐς τὰ δίκαια Hes.Op.216 ; εἰς τὴν δυναστείαν D.9.24 ; εἰς τὴν οὐσίαν Luc. Gall.12; ἐπὶ τὰ πράγματα Id.DMort.12.4. 2passin, ἐς τὴν αὐλήν Hdt.3.77, 5.92.γ ; ἔσω or εἴσω π. go into a house, etc., A.Ch.849, S.El.1337, etc.; ἔσω θυρῶνος Id.OT1241 ; εἴσω παρὰ τοὺς γηγενεῖς Ar.Nu.853 : c. acc., π. δόμους E.Med.1137, Hipp.108 ; of an army, π. εἰς τὴν πόλιν βίᾳ X.An.5.5.11; π. εἴσω Πυλῶν D.18.35. 3 metaph., εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾶγμα passed into a proverb, Arist.Fr.593 ; εἰς τὴν τραγικὴν . . ὀψὲ π. [ἡ ὑπόκρισις] Id.Rh.1403b23. IVpass without heeding, τεὸν βωμόν Il. 8.239; disregard, slight θεούς E.Supp.231; νόμους D.37.37; pass over, omit, οὐδὲν π. Ar.V.637, cf. Pl.Phdr.278e, etc. 2 overstep, transgress, Antipho 5.12, Lys.6.52. Vpass unnoticed, escape the notice of(v. supr. 11.2), mostly of things, πολλά με καὶ συνιέντα π. Thgn.419 ; οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰν παρῆλθε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον S.Tr.226 ; τουτὶ γὰρ αὖ μικροῦ παρῆλθέ μ' εἰπεῖν D.21.110 : abs., ὡς μὴ παρέλθωσ' αἱ κόραι S.OC902. VIcome forward to speak, ἐς τὸν δῆμον π. Th.5.45; εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.95 : freq. abs., ταῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης Hdt.8.81 ; ὀλίγων ἕνεκα καὐτὴ παρῆλθον ῥημάτων Ar.Th.443, cf.Av.1612 ; παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε, π. εἶπε, Th. 2.59, X.Ap.10 ; ὁ βουλόμενος παρελθὼν ἐλεγξάτω Lys.25.14. VII pf. παρελήλυθα, = πάρειμι, adsum, Th.4.86.
German (Pape)
[Seite 518] (s. ἔρχομαι), 1) an der Seite oder daneben vorbeikommen, Od. 12, 62. 16, 357; oft mit dem Nebenbegriffe »glücklich entkommen«, Il. 1, 132 (vgl. 2); mit dem acc. des Gegenstandes, an dem man vorbeikommt, 8, 239; Her. 3, 72; Plat. Alc. I, 123 b; – vorbeigehen, verfließen, κῦμα, Od. 5, 429, von der Zeit, vergehen, πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ, Plat. Phaedr. 242 a; τὸν παρελθόντ' ἄροτον, Soph. Trach. 69; ἐν τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, in der vergangenen Zeit, Plat. Rep. VI, 499 c; τῆς παρελθούσης νυκτὸς ταυτησί, Prot. 310 a; u. übh. von Dingen, die der Vergangenheit angehören, ταῖς ὁδοῖς παρελθούσαις, Soph. O. C. 1397, vgl. Phil. 1358; ὅντινα τὸν παρεληλυθότα βίον βεβίωκεν, Plat. Lach. 188 a, das vergangene Leben; Sp. – 2) zuvorkommen, an Schnelligkeit übertreffen, οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ Φαιήκων, Od. 8, 230, daß mich Einer im Lauf übertreffe, vgl. Il. 23, 345 οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλῃσι μετάλμενος, οὐδὲ παρέλθῃ; aber auch ἐν δόλοισιν, in Listen übertreffen, Od. 13, 291. Daher = täuschen, überlisten, Διὸς νόον, Hes. Th. 613; vgl. Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 936; ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν, übertraf an Macht, Eur. Bacch. 904; μὴ τὴν τεκοῦσαν τῇ φιλανδρίᾳ ζήτει παρελθεῖν, Androm. 229; ἢν ἀναιδείᾳ παρέλθῃς αὐτόν, Ar. Equ. 277; τὰ ἔργα τοὺς λόγους παρέρχεται, Dem. 10, 3. – 3) übergehen, aus der Acht lassen, unbemerkt lassen; ὡς δὲ πάντ' ἐπελήλυθεν κοὐδὲν παρῆλθεν, Ar. Vesp. 636; Plat. Phaedr. 278 e. Dader auch entgehen, πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται, Theogn. 419; vgl. Soph. Trach. 226, οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰν παρῆλθε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον; u. τοῦτο γὰρ αὖ με μικροῦ παρῆλθεν εἰπεῖν, Dem. 21, 110, das vergaß ich beinahe zu sagen. – Aber auch = darüber hinausgehen, übertreten, νόμον, Lys. 6, 52; Dem. 37, 37; vgl. Eur. Suppl. 231. – 4) hinzu-, hinangehen, -kommen; Hes. O. 218; εἴσω, Aesch. Ch. 845 u. A.; εἴς τι, Her. 3, 77; Eur. Ion 1171, der es auch c. accus. verbindet, παρῆλθε νυμφικοὺς δόμους Med. 1137, Hipp. 108; εἰς τὰ βασίλεια, Plut. Anton. 74; εἴσω Πυλῶν, eindringen, Dem. 18, 35; bes. vor einer Versammlung oder sonst als Redner öffentlich auftreten, παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε, Thuc. 2, 59. 3, 36 u. öfter; Ar. Eccl. 409; ἐὰν θᾶττον ἐς τὸν Ἀθηναίων δῆμον παρέλθῃς, Plat. Alc. I, 105 a u. oft bei den Rednern u. Sp., παρελθὼν εἰς τὸν δῆμ ον, Plut. Them. 4; παρελθεῖν εἰς τὸ κοινὸν βουλευτήριον, Pol. 2, 50, 10. – Auch εἰς τὴν δυναστείαν, Dem. 9, 24, zur Herrschaft gelangen, wie εἰς τὴν ἀρχήν, Plut. Anton. 5; ἐπὶ τὰ πράγματα, Luc. D. Mort. 12, 4; εἰς τὴν οὐσίαν, die Erbschaft antreten, Gall. 12.
Greek (Liddell-Scott)
παρέρχομαι: (αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις τοῦ ἐνεστ., καὶ ὁ παρατατ. ὡς καὶ ὁ μέλλ. παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ πάρειμι (εἶμι), ἴδε ἐν λ. ἔρχομαι): ἀόριστ. παρῆλθον: ἀπαρ. -ελθεῖν, σπανιώτερον -ήλῠθον Θεόκρ. 22. 85· ἀποθ. Διέρχομαι πλησίον ἢ πέραν, «περνῶ» πλησίον, διέρχομαι «περνῶ», ἐπὶ πλοίου, Ὀδ. ΙΙ. 357· ἕως μέγα κῦμα παρῆλθεν Ε. 429· ἐπὶ πτηνῶν, Μ. 62· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004, κτλ.· παρῆλθεν ὁ κίνδυνος ὥσπερ νέφος, «ἐπέρασεν», Δημ. 291. 12. 2) ἐπὶ χρόνου, «περνῶ», φεύγω, Ἡρόδ. 2.86, Αἰσχίν. 163.25· ὁ παρελθὼν χρόνος Σοφ. Ἀποσπ. 309· ὁ π. ἄροτος, ἡ παρελθοῦσα ἐποχὴ τῆς ἀρόσεως, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 69· π. ὁδοί, αἱ παρελθοῦσαι περιπλανήσεις, ὡς τὸ Λατιν. acti labores, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1397· τοὺς παρεληλυθότας πόνους Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 2· τῆς παρελθούσης νυκτὸς Πλάτ. Πρωτ. 310Α· ἐν τῷ παρελθόντι, κατὰ τὸ παρελθόν, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. παρελεύσομαι, ao.2 παρῆλθον, pf. περελήλυθα;
I. 1 passer à côté ou devant;
2 passer outre, s’écouler ; en parl. du temps s’accomplir ; t. de gramm. ὁ παρεληλυθώς (χρόνος) le parfait;
3 dépasser, surpasser : τινα qqn ; τινα ποσίν OD dépasser qqn à la course ; fig. τινα ἐν δόλοισιν OD surpasser qqn en ruses ; τῇ δόξῃ PLUT en gloire;
4 transgresser, enfreindre : νόμον LYS la loi;
5 passer à côté de, omettre, ne pas tenir compte de, acc.;
6 passer auprès de qqn de façon qu’il ne s’en aperçoive pas : ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι IL puisque tu ne m’échapperas pas ; avec l’inf. il ne m’échappe pas de, etc.
II. arriver, s’approcher, entrer, avec εἰς et l’acc., ou avec l’acc. ; avec idée d’hostilité παρέρχεσθαι βίᾳ εἰς τὴν πόλιν XÉN entrer de force dans la ville ; particul. s’avancer devant une assemblée pour parler ; fig. entrer en possession de, parvenir à (au pouvoir, etc.) avec εἰς et l’acc..
Étymologie: παρά, ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
fut. παρελεύσεαι, aor. παρῆλθε, inf. παρελθέμεν: come or go by, pass by, outstrip, Od. 8.230; fig., evade, overreach, Il. 1.132.
English (Strong)
from παρά and ἔρχομαι; to come near or aside, i.e. to approach (arrive), go by (or away), (figuratively) perish or neglect, (causative) avert: come (forth), go, pass (away, by, over), past, transgress.