ὑπεροχή: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> partie saillante, saillie, proéminence, avec un gén.;<br /><b>II.</b> <i>p. anal. ou fig.</i><br /><b>1</b> supériorité, excellence ; suprématie, autorité;<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> excédent.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> partie saillante, saillie, proéminence, avec un gén.;<br /><b>II.</b> <i>p. anal. ou fig.</i><br /><b>1</b> supériorité, excellence ; suprématie, autorité;<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> excédent.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερέχω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ὑπερέχω]]; [[prominence]], i.e. ([[figuratively]]) [[superiority]] (in [[rank]] or [[character]]): [[authority]], excellency. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (
A ὑπερέχω 11) projection, prominence, οὐ κνῖσα κρούει πινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας; Ephipp.3, cf. Gp.9.10.4; αἱ ὑ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, their prominent points, Plb.10.10.10, Plu. 2.936a; top of an upright beam, Ath.Mech.17.4; ὑ. λιθοειδεῖς, of the mastoid processes of the skull, Ruf.Onom.139; τὰς ὑ. αὐτῶν (sc. τῶν μαστῶν) Sor.1.55: abs., an eminence, Plb.3.104.3. 2 rising of a star, ἀνατολὴν εἶναι . . ὑ. ἄστρου ὑπὲρ γῆς Chrysipp.Stoic.2.200; raising, τῆς ἑαυτῶν κεφαλῆς Plot.5.8.3. II metaph., pre-eminence, superiority, ὑπεροχῆς ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑ. τις Arist.Rh.1389a13; ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Id.Pol.1297b18; τὴν ὑ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις ib. 1293b41; τὴν ὑ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν superiority in the government, ib.1296a31; διὰ τὴν ὑ. τοῦ πλήθους because of superiority in multitude, ib.1293a4; ἡ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι ὑ. IG22.3800: pl., πρὸς τὰς ὑ. οὕτω διακεῖσθαι Isoc.12.16; διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ταις ὑ. Arist.Pol.1323a35. 2 like ὑπερβολή, excess, opp. ἔλλειψις (defect), in many senses, as in Arithm., one of the ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς πάθη, Id.Metaph.1004b12, cf. Archim.Spir.11, Aequil.1.2, Dioph.1.6, al.; ἐν ἴσῃ ὑ., of an arithmetical progression, Papp.76.21, al., cf. Archyt.2, Porph. in Harm.p.266 W.; excess, of a sum of money, SIG976.66 (Samos, ii B.C.); in Physics, Arist.Ph.187a16, 189b10, HA486b8, al.; διαφέρειν καθ' ὑπεροχήν Id.PA644a17, al.; τάχος τὸ ὑ. [ἔχον] κινήσεως Id.Metaph.1052b30; ἡ κατὰ τὴν ἀρετὴν ὑ. Id.EN1098a11, cf. Rh.1368a25; τῶν ἠθῶν (sc. τοῦ Επικούρου) IG22.1099.27 (Epist. Plotinae), cf. 42(1).86.18 (Epid., prob.); φιλίας εἶδος τὸ καθ' ὑ., where one exceeds the other in rank, etc., Arist.EN1158b12, cf. 1161a20: pl., κατὰ πλούτων ὑπεροχάς Pl.Lg.711d; οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arist. Pol.1295b14. 3 alone, supremacy, authority, dignity, Plb.1.64.1; τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑ. Antiph.187.4; δαιμόνων ὑ. OGI383.75 (Nemrud Dagh, i B.C.); οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι D.S.4.41; οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες PTeb.734.24 (ii B.C.), 1 Ep.Ti.2.2; ἀνὴρ ἐν ὑ. κείμενος LXX 2 Ma.3.11. 4 of language, periphrasis. prolixity, opp. ἔλλειψις, Pl.Plt.283c. 5 as a title, Excellency, Just.Nov.25.5; ἡ ὑμετέρα Ὑ. POxy.130.20 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, das darüber Hervorragen, die Vorragung, βουνῶν Pol. 10, 10, 10, u. öfter, der Auswuchs. – Uebtr., der Vorzug, Vortrefflichkeit, Hippocr.; Macht, Pol. 1, 64, 1 u. öfter; – auch das Uebermaaß, πλούτων Plat. Legg. IV, 711 d; Ggstz ἔλλειψις, Polit. 283 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροχή: ἡ, (ὑπερέχω ΙΙ) προεξοχή, ἄκρον, οὐ κνῖσα κρούει ῥινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας...; Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 3· αἱ ὑπ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, τὰ ἐξέχοντα αὐτῶν μέρη, αἱ κορυφαί, Πολύβ. 10. 10, 10, Πλούτ. 2. 936Α· ἀπολ., ὕψωμα, Πολύβ. 3. 104, 3. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑπερέχειν, τὸ ἀνώτερον εἶναι, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 6· ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 10 τὴν ὑπ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις αὐτόθι 4. 8, 4· τὴν ὑπ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν, ἀνωτέραν θέσιν ἐν τῇ κυβερνήσει, αὐτόθι 4. 11, 17· διὰ τὴν ὑπ. τοῦ πλήθους αὐτόθι 4. 6, 5· - ἐν τῷ πληθ., πρὸς τὰς ὑπ. οὕτω διακεῖσθαι Ἰσοκρ. 238Β· διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ἐν ταῖς ὑπεροχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 5. 2) ὡς τὸ ὑπερβολή, ἀντίθετον τῷ ἔλλειψις, ἐν πολλαῖς σημασίαις, οἷον ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, = πάθος ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18· ἐν τῇ Φυσικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 4, 1., 6, 6, πρβλ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 1, 6, κ. ἀλλ.· διαφέρειν καθ’ ὑπεροχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2, κ. ἀλλ.· τὸ τάχος ὑπ. κινήσεως ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 11· ἡ κατ’ ἀρετὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14, πρβλ. Ρητ. 1. 9, 25· φιλία ἐν ὑπεροχῇ, ὅπου ὁ εἷς εἶναι ἀνώτερος τοῦ ἄλλου κατὰ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, κτλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 7, 1, πρβλ. 11, 1., 13, 1· - ἐν τῷ πληθ., κατὰ πλούτων ὑπεροχὰς Πλάτ. Νόμ. 711D· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 6. 3) καθ’ ἑαυτὴν ἡ λέξις, ἀνωτέρα θέσις, ἀξίωμα, αὐτόθι 1. 64, 1· τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑπεροχὴν Ἀντιφάνης ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Διόδωρ. 4. 41. 4) ἐπὶ γλώσσης, περίφρασις, μακρολογία, ἀντίθετ. τῷ ἔλλειψις, Πλάτ. Πολιτικ. 283C. 5) Παρὰ τοῖς Βυζαντίνοις, ἐπώνυμον ἀξιώματος ὡς τὰ νῦν τὸ «ἐξοχότης».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. partie saillante, saillie, proéminence, avec un gén.;
II. p. anal. ou fig.
1 supériorité, excellence ; suprématie, autorité;
2 t. de math. excédent.
Étymologie: ὑπερέχω.
English (Strong)
from ὑπερέχω; prominence, i.e. (figuratively) superiority (in rank or character): authority, excellency.