σύντροφος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> nourri <i>ou</i> élevé avec, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> qui vit avec, compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι ; <i>en parl. d’animaux</i> qui vit avec, familier avec, τινι ; <i>abs., en parl. d’animaux</i> compagnon ; <i>avec un dat. de chose</i> [[σύντροφος]] τῂ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ LUC nourri dans la philosophie et la pauvreté;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> naturel, habituel ; τὰ ξύντροφα THC les maux <i>ou</i> les accidents ordinaires ; <i>avec un rég.</i> familier à, habituel à : τινι, τινος à qqn;<br /><b>II.</b> qui aide à nourrir ; qui aide à préserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συντρέφω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> nourri <i>ou</i> élevé avec, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> qui vit avec, compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι ; <i>en parl. d’animaux</i> qui vit avec, familier avec, τινι ; <i>abs., en parl. d’animaux</i> compagnon ; <i>avec un dat. de chose</i> [[σύντροφος]] τῂ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ LUC nourri dans la philosophie et la pauvreté;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> naturel, habituel ; τὰ ξύντροφα THC les maux <i>ou</i> les accidents ordinaires ; <i>avec un rég.</i> familier à, habituel à : τινι, τινος à qqn;<br /><b>II.</b> qui aide à nourrir ; qui aide à préserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συντρέφω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σύν]] and [[τροφός]] (in a [[passive]] [[sense]]); a [[fellow]]-[[nursling]], i.e. [[comrade]]: brought up [[with]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
ον,
A brought up together with, τινι Hdt.1.99; ὦ Κύπριδι . . καὶ Χάρισι . . ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach.989 (lyr.); also c. gen., foster-brother, οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43 J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase, τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2; freq. of domestic animals, σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν σ. X.Mem.2.3.4; ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11; κυνίδιον σ. Plu.Aem.10; ὄρνις Luc.Lex.6: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj.861; of like habits with oneself, Pl.Lg.949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 (Teos), cf. 3142.3 (Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN1161b34. 2 generally, living with, τοῖς φονεῦσι S.El.1190; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph.171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT1119 (lyr.); γυμνασίῳ Plu.2.130c; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen., σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.). 3 of things, habitual, νόσημα Hp.Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος S.Aj.639 (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως σ. the congenital property of nature, Pl.Plt.273b; πῦρ τὸ σ. innate heat, Hp.de Arte12; σ. τινί natural to, χυμῷ Id.Off.11; φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29; ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158 S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ σ. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph.203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., -φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32. II Act., joint-herd, fellow-herdsman, τῆς ἀγέλης Pl.Plt.267e. 2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing . ., Pl.Lg.845d.
German (Pape)
[Seite 1037] mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον γένος, Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ σύντροφος, Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ σύντροφος, Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέθας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft πρόμαχος καὶ σύντροφος ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.
Greek (Liddell-Scott)
σύντροφος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἀνατεθραμμένος μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 99· ὦ Κύπριδι... καὶ Χάρισι... ξύντροφε Διαλλαγὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὁ ὁμοῦ μετά τινος ἀνατραφεὶς ὡς ἀδελφός, οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Φύλαρ. παρ’ Ἀθην. 271Ε· καὶ ἐν κωμικ. φράσει, τηγάνών τε σύντροφα... μειρακύλλια Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 2, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4, κτλ. ― συχν. ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, σ. αὐτοῖσι ἀνθρώποισι Ἡρόδ. 2. 65· τοῖς θηρίοις πόθος τῶν σ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 4· ἐστὶ λέων πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη λίαν φιλοπαίγμων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· σ. κυνίδιον, ὄρνις Πλούτ., κλπ.· ― ἀπολ., τὸ σ. γένος, οἱ μετ’ ἐμοῦ ἀνατραφέντες, λέγει ὁ Αἴας περὶ τῶν Ἀθηναίων, Σοφ. Αἴ. 861· ὁ ἔχων ἕξεις ὁμοίας πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 949C· ― συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Ζωτίκῳ συντρόφῳ, τῷ θετῷ ἀδελφῷ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3109, πρβλ. 3142. 3., 3268, κ. ἀλλ., πρβλ. συντρόφη· ― τὸ σύντροφον = συντροφία Ι, 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 4. 2) καθόλου, ὁ μετά τινος συζῶν, τοῖς φονεῦσι Σοφ. Ἠλέκ. 1190· σ. ὄμμα, τὸ ὄμμα ἢ ἡ παρουσία συντρόφου, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 171· ὁ συνῳκειωμένος, ἐξῳκειωμένος, εἰθισμένος εἴς τι, σ. ὢν (ἐξυπακ. ἀνάγκαις) Εὐριπ. Ι. Τ. 1119· γυμνασίῳ Πλούτ. 2. 13 C· φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ Λουκ. Νιγρῖν. 12. 15· ― καὶ μετὰ γενικῆς, σ. τῆς τόλμης Πολύβ. 1. 74, 9· ἁρμονίης, μέθας Ἀνθ. Π. 6. 26, 423. 3) ἐπὶ πραγμάτων ὁ ἀναπτυχθεὶς μετά τινος, ἐγγενής, φυσικός, συνήθης, νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· φάρμακον ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 770· οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος Σοφ. Αἴ. 639· τὰ ξύντροφα, τὰ καθ’ ἡμέραν συμβαίνοντα κακά, Θουκ. 2. 50· τὸ τῆς φύσεως ξ., τὸ ἐν αὐτῇ ἐνυπάρχον, Πλάτ. Πολιτικ. 273Β· ― σ. τινι, φυσικὸς ἢ συνήθης εἴς τι, Ἱππ. π. Ἰατρεῖον 744· τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ σύντροφος Ἡρόδ. 7. 102· μετὰ γενικ., κτύπος φωτὸς σύντροφος Σοφ. Φιλ. 203· ― Ἐπίρρ., συντρόφως ἔχειν τινὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 773. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀπὸ κοινοῦ ποιμαίνων ἢ φυλάσσων, τῆς ἀγέλης Πλάτ. Πολιτ. 267Ε. 2) σ. ζωῆς, ὁ συντελῶν εἰς διατήρησιν τῆς ζωῆς, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 8· ξ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἰς τὸ νὰ τρέφῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 845D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. nourri ou élevé avec, d’où
1 en parl. de pers. qui vit avec, compagnon ou compagne de, τινι ; en parl. d’animaux qui vit avec, familier avec, τινι ; abs., en parl. d’animaux compagnon ; avec un dat. de chose σύντροφος τῂ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ LUC nourri dans la philosophie et la pauvreté;
2 en parl. de choses naturel, habituel ; τὰ ξύντροφα THC les maux ou les accidents ordinaires ; avec un rég. familier à, habituel à : τινι, τινος à qqn;
II. qui aide à nourrir ; qui aide à préserver, gén..
Étymologie: συντρέφω.
English (Strong)
from σύν and τροφός (in a passive sense); a fellow-nursling, i.e. comrade: brought up with.