ἀποτίθημι: Difference between revisions
(strοng) |
(T21) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἀπό]] and [[τίθημι]]; to [[put]] [[away]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[cast]] [[off]], [[lay]] [[apart]] ([[aside]], [[down]]), [[put]] [[away]] ([[off]]). | |strgr=from [[ἀπό]] and [[τίθημι]]; to [[put]] [[away]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[cast]] [[off]], [[lay]] [[apart]] ([[aside]], [[down]]), [[put]] [[away]] ([[off]]). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=2nd aorist [[middle]] ἀπεθεμην; (from [[Homer]] [[down]]); to [[put]] [[off]] or [[aside]]; in the N. T. [[only]] [[middle]] to [[put]] [[off]] from [[oneself]]: τά ἱμάτια, to [[lay]] up or [[away]], ἐν τῇ [[φυλακή]] (i. e., [[put]]), L T Tr WH (so [[εἰς]] φυλακήν, [[Polybius]] 24,8, 8; Diodorus 4,49, ete.)); tropically those things are said to be [[put]] [[off]] or [[away]] [[which]] anyone gives up, renounces: as τά ἔργα [[τοῦ]] σκότους, Winer s Grammar, 347 (325); Buttmann, 274 (236)), 25; [[τήν]] ὀργήν, [[Plutarch]], Coriol. 19; [[τόν]] πλοῦτον, [[τήν]] μαλακίαν, etc. Luc. [[dial]]. mort. 10,8; [[τήν]] ἐλευθερίαν καί παρρησίαν, ibid. 9, etc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:58, 28 August 2017
English (LSJ)
A put away, stow away, δέπας δ' ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ Il.16.254, cf. X.An.2.3.15; ἀ. εἰς δεσμωτήριον Lycurg.112: metaph., 'pigeon-hole', class, Phlp. in Ph.361.22. 2 expose a child, Pl.Tht. 161a. II Med. (aor. I part. ἀποθησαμένη Hsch.), put away from oneself, lay aside, τεύχεα κάλ' ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Il.3.89; τὴν Σκυθικὴν στολὴν ἀ. put it off, Hdt.4.78; ἀ. κόμας cut it off, in mourning, E.Hel. 367 (lyr., tm.); ἀ. τὸν νόμον set aside, i.e. disregard, the law, Th.1.77; ἀ. τὰν Ἀφροδίταν quell desire, E.IA558 (lyr.); ἀ. ῥᾳθυμίαν D.4.8, 8.46; ὀργήν Plu.Cor.19; ἀρχήν Id.Pomp.23. 2 put away from oneself, avoid, ἀποθέσθαι ἐνιπήν wipe away the reproach, Il.5.492, cf. Hes.Op. 762; νόστον ἔχθιστον ἀπεθήκατο Pi.O.8.68, cf. 10(11).40. 3 put by for oneself, stow away, Ar.Eq.1219, X.Cyr.6.1.15; ἀ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Arist.HA619a20; ἀ. τινὰ εἰς φυλακήν Plb.23.10.8; freq. of drugs, Dsc.4.136, al., cf. PEleph.12 (iii B.C.); ἐν φυλακῇ Ev.Matt. 14.3. b bury, IG14.1974. 4 ἀποτίθεσθαι εἰς αὖθις put off, defer, E.IT376, Pl.Grg.449b, X.Smp.2.7, etc.; εἰς τοὺς παῖδας ἀ. τὰς τιμωρίας Lys.Fr.53.3. 5 reserve, keep back, Pl.Lg.887c, Din.1.30. 6 ἀπεθήκατο κόλπων, of a woman, laid down the burden of her womb, i.e. bore a child, Call.Dian.25; ἀ. ὠδῖνας Str.10.5.2: but, 7 μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων expose none of one's children, Arist.Pol.1335b22. 8 ἀ. χρόνον εἴς τι employ, bestow time upon it, Plb.18.9.10. 9 set a fracture, Pall.in Hp.Fract.12.276 C.; cf. ἀπόθεσις.
German (Pape)
[Seite 330] (s. τίθημι), 1) ablegen, act. Od. 14, 276 ἀπὸ κρατὸς κυνέην ἔθηκα, med. ἀπὸ χλαῖναν θέτο Od. 14, 500, ἀπ' ὤμοιιν χλαῖναν θέτο Od. 21, 118, ἀπὸ ξίφος θέτ' ὤμων 119; τεύχεα ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Iliad. 3, 89; φύσας ἀποθείομαι ὅπλα τε πάντα Iliad. 18, 409; ἁποθέσθαι ἐνιπήν 5, 492; so ῥᾳθυμίαν Dem. 8, 46; όργήν Plut. Cor. 19; ἀρχὴν ἀποτίθεσθαι, niederlegen, Pol. 5, 1; πόλεμον, beilegen, 5, 106, 1; νεῖκος ἀποθέσθαι Pind. Ol. 11, 42; ἀφροδίταν πολλήν, Liebesgluth unterdrücken, Eur. I. A. 557; vgl. Plut. Coriol. 19 Pomp. 23. – Kinder aussetzen, Ggstz τρέφειν, Plat. Theaet. 161 a. – Vgl. ἀπόθεστος. – 2) bei Seite legen, bes. med., für sich, d. i. aufbewahren; act. Iliad. 16, 254 δέπας ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ; Xen. Cyr. 6, 1, 25; Dem. 49, 31 u. sonst; τὰ χαλεπὰ εἰς τὸ γῆρας, aufsparen, Xen. Mem. 2, 1, 31; εἰς αὖθις, auf ein andermal verschieben, Plat. Euthyd. 275 a Gorg. 449 b; sparen, Legg. X, 857 c; εἰς δεσμωτήριον ἀποτεθέντες Lycurg. 112, wie εἰς φυλακήν, in Verwahrsam geben, Pol. 24, 8, 8; D. Sic.; χρόνον εἴς τι, Zeit auf etwas verwenden, Pol. 17, 9, 10; χάριν ἐν πολλοῖς, sich Dank verdienen, 6, 2, 15. – Bei Call. Iov. 15 κόλπων, aus dem Schooße ablegen, gebären.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίθημι: μέλλ. -θήσω: - ἀποθέτω, ἐναποθέτω, βάλλω κατὰ μέρος, θέτω, δέπας δ’ ἀπέθηκ’ ἐνὶ χηλῷ Ἰλ. Π. 254, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἀπ. εἰς δεσμωτήριον Λυκοῦργ. 164. 2: ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 3. 2) ἐκθέτω βρέφος, Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· πρβλ. ἀπόθεσις ΙΙ. 2, κατωτέρ. ΙΙ 6. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίθεμαι, τεύχεα κάλ’ ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί, νὰ τὰ θέσωσι κατὰ γῆς, Ἰλ. Γ. 89· τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν, ἀποβαλὼν, ἀπεκδυθείς, Ἡρόδ. 4. 78· ἀπ. κόμας, ἀποκόπτω ὡς σημεῖον πένθους, (πρβλ. κείρω) Εὐρ. Ἑλ. 367· ἀπ. τὸν νόμον, θέτω αὐτὸν κατὰ μέρος, ὅ ἐ. δὲν τὸν φυλάττω, τὸν παραβαίνω, Θουκ. 1.77· ἀπ. τὰν Ἀφροδίταν, καταπνίγω τὴν ἐπιθυμίαν, Εὐρ. Ι. Α. 558· ἀπ. ῥᾳθυμίαν Δημ. 42. 32., 101. 6· ὀργὴν Πλουτ. Κορ. 19· ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πομπ. 23. 2) ἀποβάλλω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποφεύγω τι μισητόν, ἀποθέσθαι ἐνιπήν, ἀποφυγεῖν τὸ ὄνειδος, Ἰλ. Ε. 492, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760, Πινδ. Ο. 8. 90 (κατ’ ἀόρ. ἀπεθήκατο), 10 (11), 47. 3) θέτω κατὰ μέρος δι’ ἐμαυτόν, ἀποθηκεύω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1219, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15· ἀπ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 8· ὡσαύτως, ἀποτίθεσθαί τινα εἰς φυλακήν, Πολύβ. 24.8,8· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4) ἀποτίθεσθαι εἰς αὖθις, ἀναβάλλω, Εὐρ. Ι. Τ. 376, Πλάτ. Γοργ. 449Β, Ξεν. Συμπ. 2.7, κτλ.: - ἀπ. τιμωρίας εἰς τοὺς παῖδας Λυσ. Ἀποσπ. 31.3. 5) διατηρῶ, φυλάττω ὀπίσω, Πλάτ. Νόμ. 837C, Δείναρχ. 94. 6. 6) ἀπεθήκατο κόλπον, ἐπὶ γυναικός, κατέθηκε τὸ φορτίον τῆς γαστρὸς αὑτῆς, ὅ ἐ. ἔτεκε, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἄρτεμ. 25, πρβλ. Στράβ. 485: - ἀλλά, 7) μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων, νὰ μὴ ἐκθέτῃ τις κανὲν ἐκ τῶν τέκνων του, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15· πρβλ. ἀπόθεσις ΙΙ. 2. 8) ἀπ. χρόνον εἴς τι, ἀφιερῶ χρόνον, Πολύβ. 17. 9.10.
French (Bailly abrégé)
déposer, acc.;
Moy. ἀποτίθεμαι (f. ἀποθήσομαι, ao. ἀπεθηκάμην, ao.2 ἀπεθέμην);
1 déposer : τεύχεα IL, στολήν HDT ses armes, sa robe ; fig. ἀρχήν PLUT déposer une magistrature ; ὀργήν PLUT laisser tomber sa colère, se calmer;
2 remettre, différer : εἰσαῦθις EUR remettre à une autre fois;
3 écarter de soi : ἐνιπήν IL un reproche.
Étymologie: ἀπό, τίθημι.
English (Autenrieth)
aor. 1 ἀπέθηκε, mid. aor. 2 ἀπεθέμην, subj. ἀποθείομαι, inf. ἀποθέσθαι: put away, mid., from oneself, lay off; δέπας ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ, Il. 16.254; τεύχεα κάλ ἀποθέσθαι, Γ , Il. 18.409; met., κρατέρην ἀποθέσθαι ἐνῖπη<<><>>ν, Il. 5.492.
English (Slater)
ἀποτῐθημι med.,
1 put away from oneself, free oneself of c. acc. ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον sc. by his victory (O. 8.68) νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.40)
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. aor. inf. ἀποθέμɛ̄ν ICr.4.72.3.49 (Gortina V a.C.), tard. ind. pas. ἀπεθέθη ISmyrna 270.7, part. med. ἀποθησαμένη Hsch.]
A sin mov., en v. act. y med.
I c. ac. de cosas y abstr.
1 depositar, guardar frec. c. ἐν y dat. loc. δέπας δ' ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ guardó la copa en un arcón, Il.16.254, cf. D.49.31, ἀποσκευάς Plb.11.27.2
•en v. pas. τὰ ὑπὸ τῆς μητρός μου ἀποτεθειμένα ἐν πυξιδίῳ PRyl.125.14 (I d.C.)
•con otras constr. de lugar ἀποθήσεις αὐτὸ (στάμνον) ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXX Ex.16.33, cf. Nu.17.22, εἰς τόπον καθαρόν LXX Nu.19.9, c. adv. ἀποθήσει αὐτὴν (στολήν) ἐκεῖ LXX Le.16.23, αὐτὰ μετὰ σαυτοῦ LXX To.6.4S
•en v. med. mismo sent. τὰ πολυτελέστατα ... εἰς τοῦτον ... τὸν τόπον Plb.5.8.5, ἐς οὓς (θησαυρούς) ἀποτίθενται τὰ χρήματα Philostr.VS 547, φέρων (ἀργύριον) δ' ἀπέθετο ὅποι δή Antipho Soph.B 54, λίθους ἐν τῷ ὄρει LXX 1Ma.4.46, ἀπέθετο (στάμνον) ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου LXX Ex.16.34, cf. 1Ep.Clem.43.2, τὰ σκῦλα ἀπέθεντο ἐκεῖ LXX 1Ma.1.35, (τὰ ξύλα) παρά σοι SB 7993.27 (III d.C.)
•prob. poner como fianza tb. en v. med. τὰ ἐν τῇ ἰδίῃ ὑπάρχοντα BGU 1849.9 (I a.C.)
•χάριν ἀποτίθεσθαι guardarse, reservarse un favor παρὰ Ῥωμαίοις Plb.28.6.6, ἐν πολλοῖς Plb.6.11a.7
•en v. act., de una apuesta ἓν ἕκαστον τῶν ἱματίων Alciphr.3.6.2.
2 de provisiones y cosas perecederas preservar, guardar en conserva, almacenar τὰς δέ τινας (βαλάνους) ξηραίνοντες ... ἀπετίθησαν X.An.2.3.15
•en v. pas. τὰ δὲ μύρτα ἀποτεθέντα κατεσάπη las bayas de mirto en conserva se pudrieron Pl.Ep.361b, cf. Dsc.4.136, del heno POxy.507.25 (II d.C.), τὰ ἀποτεθέντα γένη los géneros, las existencias almacenadas, PFlor.125.2 (III d.C.)
•en v. med. mismo sent. ἀποτίθεται δὲ τὴν περιττεύουσαν τροφὴν τοῖς νεοττοῖς del águila, Arist.HA 619a20, cf. 623b18, ἣν ἀπεθήκατο λευκήν de cierto tipo de aceituna, Call.SHell.283.4, cf. D.S.1.8.7, Gp.3.15.5, 9.13.1, del trigo PTeb.789.12 (II a.C.), de la harina de bellotas por parte de los lusitanos, Str.3.3.7
•en gener. con el sent. particular de la v. med. guardar, guardarse, reservar, reservarse ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο ¡menudo trozo de pastel se ha reservado! Ar.Eq.1219, τὰ μὲν ἐπιτήδεια ... ἀποτίθεσθαι hacer acopio de las cosas necesarias en previsión de una guerra, X.Cyr.6.1.15, cf. Hsch.s.u. ἀποθησαμένη.
3 de abstr.
a) colocar, clasificar ἐν οὐδενὶ τῶν ὄντων ὡρισμένως ἔστιν ἀποθεῖναι Phlp.in Ph.361.22;
b) en v. med. c. εἰς y ac. de pers. o personif. guardar, reservar εἰς τοῦς παῖδας ... τὰς τιμωρίας Lys.Fr.5.3, τὰ δὲ χαλεπὰ εἰς τὸ γῆρας X.Mem.2.1.31, τὰς δωρεὰς εἰς βελτίω σώματα καὶ ἄνδρας ἀξιολογωτέρους ἀπόθεσθε Aeschin.3.255, cf. D.S.14.46
•c. εἰς y adv. temporal ἀσπάσματα ἐς αὖθις E.IT 376, cf. Pl.Grg.449b, Lg.887c, X.Smp.2.7;
c) c. compl. que indica tiempo aguardar εἰς τοῦτον ἀποθέσθαι τὸν χρόνον ἀδικεῖν aguardar a ese momento para delinquir Isoc.18.18
•reservar εἰς ποῖον ... καιρόν Din.1.30, cf. Isoc.12.127, εἰς τοῦτον ἀποθέμεθα τὸν καιρόν Plb.6.2.1, cf. 7, 18.9.10.
4 en rel. c. escritos, gener. en v. med. consignar, registrar τὰ φιλοσοφηθέντα εἰς γραφὴν ἀπετίθεντο pusieron por escrito los debates filosóficos Plu.2.686d, cf. Euagr.Schol.HE 1.1
•más esp. registrar, archivar doc. ταῦτα ... εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα ... ἀποτιθεμένων Str.17.1.5, λόγον ἀποτίθεσθαι ... τῶν προσόδων καὶ ἐξόδων IM 116.25 (II d.C.), τὸ γράμμα ... εἰς τὸ δημόσιον D.C.57.20.4, cf. Luc.Bis Acc.12, IG 7.3372.6, Iust.Const.δέδωκεν 3, 7c, 7e, ἐν λόγῳ UPZ 205.5 (II a.C.), παρὰ τοῖς ... ἴχνεσι τοῦ κυρίου (depositar una petición) a los pies (de la estatua) del emperador, Stud.Pal.20.54.2.10 (III d.C.)
•tb. en v. act. ἀποτέθεικεν τὸ ἀνήλωμα PHal.15.7 (III a.C.)
•en v. pas. τὸ ἀντίγραφον ἀπετέθη εἰς τὰ ἀρχεῖα IM 304.7, cf. POxy.1847.3 (VI/VII d.C.).
5 usos técnicos, sólo en v. med.
•geom. trazar, llevar determinado segmento sobre otra línea τῇ Δ ἴσην ἀπεθέμην τὴν ΓZ tracé la recta D igual a la GZ Papp.684.15, cf. Eutoc.in Circ.p.145
•medic. encajar, reducir una fractura, Pall.in Hp.Fract.12.276C.
II c. ac. de pers.
1 dicho de niños exponer τὸ τέκνον ἒ τράπɛ̄ν ἒ ἀποθέμɛ̄ν ICr.4.72.3.49 (V a.C.), cf. Pl.Tht.161a
•en v. med. mismo sent. τὸνδε παῖδα κἀπέθου ἐν σπαργάνοισιν E.Io 1597, μηθὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων Arist.Pol.1335b22, cf. Euph.120.
2 c. ac. de pers. y ac. de direc. poner, meter bajo custodia o en prisión, en v. pas. τούτων ... εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀποτεθέντων ὑπὸ τῶν τοῦ Φρυνίχου φίλων Lycurg.112
•en v. med. mismo sent. τὴν Δανάην ... εἰς φυλακὴν ἀπέθεντο Plb.15.27.2, αὐτὸν εἰς φυλακήν Plb.30.8.6, cf. 23.10.9, PEleph.12.2 (III a.C.), PTeb.769.51 (III a.C.), LXX Le.24.12, Nu.15.34, D.S.4.49, οὓς ... εἰς τὴν Ζακανθαίων ἀπέθετο πόλιν a los cuales (rehenes) puso bajo custodia en la ciudad de los Saguntinos Plb.3.98.1, εἰς ἐλευθέραν ... ἀποθέσθαι φυλακήν poner en libertad condicional (cf. lat. libera custodia) D.S.4.46
•c. dat. loc. Ἰωάννην ... ἐν φυλακῇ ἀπέθετο Eu.Matt.14.3.
3 c. ac. de cadáveres o sus huesos depositar, inhumar, enterrar τὸν παῖδα πατὴρ ἀπέθηκε Call.Epigr.19.1, τὰ δὲ ὄστεα ... ἔνθ' ἀπέθηκε TAM 3.689
•en v. med. mismo sent. ἀπεθήκατο Πρωτόκτητος Νυμφιδίαν IUrb.Rom.1320.4 (τὰ σώματα) εἰς τὰ προγονικὰ μνημεῖα ἀπετίθεντο D.C.73.5.3, τὰ ὀστᾶ D.C.76.15.4, cf. Mart.Pol.18.1, Eus.VC 3.47.
B c. mov. sólo en v. med. salvo algunos casos tard.
I indicando mov. ‘desde’ c. ac. de cosas
1 de objetos diversos desembarazarse de, dejar el uso de, soltar ὄφρ' ἂν ἐγὼ φύσας ἀποθείομαι ὅπλα τε πάντα mientras yo me desembarazo de los fuelles y de todas mis herramientas (habla Hefesto) Il.18.409, Ῥωμαῖοι τὰς πατρίους ἀποθέμενοι μαχαίρας ... μετέλαβον τὰς τῶν Ἰβήρων Plb.Fr.179
•dejar de la mano, soltar, dejar caer τὸ ποτήριον Plb.30.26.6, cf. Ath.439c, τύμπανα χειρῶν Nonn.D.20.328
•descargar φορτίον Iambl.Protr.21 (p.107.8) (= Pythag.C 6), τὰς ... ἀγορὰς ἀποθέσθαι descargar las mercancías Plb.1.60.3, cf. 4.78.2, 5.5.14, de piedras, Herm.Sim.9.5.4, 9.9.4
•esp. de ejércitos dejar, deponer las armas τεύχεα ... ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί deponer las armas sobre la tierra, Il.3.89, cf. Plb.3.84.14
•simplemente quitar, retirar un preparado tras su exposición al sol, Dieuch.18
•tard. en act. τρυφάλειαν ἀπέθηκα κομάων Nonn.D.34.336, ἀξιῶ ἀπεθῆναι (sic) τὴν κατοχήν considero que debe levantarse el embargo, PWisc.16.13 (II d.C.).
2 de vestidos (en gener. con un significado especial) o cabellos:
a) de vestidos o adornos despojarse de, quitarse, deponer, dejar ἀπὸ δὲ χλαῖναν θέτο Od.14.500, τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἂν Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Hdt.4.78, cf. Plb.26.1.5, LXX 2Ma.8.35, ἀποθέσθαι τὰ φαιά deponer el luto Plb.15.25a.11, ὥσπερ ἱμάτιον τρίβωνα γενόμενον ἀπεθέμην Teles 2 p.16, τὸν κεστόν (del cinturón de Afrodita), Luc.DIud.20.10, τὴν τιάραν Plu.2.173d, cf. Mart.Pol.13.2
•fig. de la personalidad τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Eph.4.22, ἀποθέμενος τὸν θεατὴν ἀγωνιστὴς γενέσθαι dejando de ser espectador convertirse en actor Max.Tyr.1.4
•incluso dejar el cuerpo o la vida, morir τὸ σῶμα ἀποθέσθαι Chrys.M.47.528, τὸν βίον Eus.VC 1.21 (p.18.15), tard. en v. act. ἑοὺς ἀπέθηκε χιτῶνας se quitó los vestidos Nonn.Par.Eu.Io.13.4
•tb. fig. ἀποτίθησιν· ἀποθνήσκει Hsch.;
b) de la cabellera, ritualmente deponer, quitarse, cortarse ἀπὸ δὲ παρθένοι κόμας ἔθεντο las doncellas se deshicieron de sus cabelleras en señal de duelo, E.Hel.368, τὰς τρίχας ... οἱ ἱερεῖς ἀποτίθενται Plu.2.352c, cf. d.
II c. ac. de abstr.
1 quitarse de encima, desechar
a) de conceptos negativos librarse de, eliminar κρατερὴν ... ἐνιπήν Il.5.492, (φήμη ... κακή) πέλεται χαλεπὴ ἀποθέσθαι Hes.Op.762, νόστον ἔχθιστον Pi.O.8.68, τὸ τραχὺ καὶ βάρβαρον τῆς διανοίας Aristeas 122, τὰ ἔργα τοῦ σκότους Ep.Rom.13.12, αἵρεσιν Herm.Sim.9.23.5, νεφέλην ... ἄτης Triph.411, νεῖκος Pi.O.10.40, τὴν στάσιν Phld.Mus.4.20.6, τὸν πόλεμον Plb.5.106.1;
b) de conceptos positivos abandonar, desechar, perder νέμεσιν ... καὶ αἰδῶ Hes.Fr.204.82, ἀποθέμενοι τὸν νόμον dejando a un lado la ley Th.1.77, ὅρκον PMasp.92.8 (VI d.C.)
•πᾶν τὸ ὑγρόν todo su aspecto lozano Thdt.M.83.596C.
2 del poder o el mando deponer ἀρχήν Plb.1.66.1, Plu.Pomp.23, τὴν τυραννίδα Plb.2.44.3, etc., τὰς μοναρχίας Plb.2.44.6, τὴν στρατηγίαν Plb.1.68.12, cf. 7.8.5, etc.
3 de sentimientos dejar, deponer, aplacar εἴη δέ μοι ... πολλὰν (Ἀφροδίταν) ... ἀποθείμαν ¡ojalá aplacara el excesivo (amor)! E.IA 557, ὀργήν Plb.30.31.17, Plu.Cor.19, Ep.Col.3.8, ῥᾳθυμίαν D.8.46, τὸ πένθος PBremen 15.16 (II d.C.).
III c. ac. de pers., como eufemismo para ‘parir’ deponer, expulsar, depositar ἔνθα σ' ἐπεὶ μήτηρ μεγάλων ἀπεθήκατο κόλπων Call.Iou.15, (με) φίλων ... γυίων Call.Dian.25
•c. ac. de palabras que eufemísticamente significan el ‘parto’ μυθεύεται ... ἡ Λητὼ τὰς ὠδῖνας ἀποθέσθαι τοῦ ... Ἀπόλλωνος se cuenta que Leto alivió los dolores del parto de Apolo e.d. dio a luz a Apolo Str.10.5.2, σε εὐκαίρως ἀποθέσθαι τὸ βάρος (espero) que hayas dado felizmente a luz, PBremen 63.4 (II a.C.)
•interpr. onirománticamente como morir Artem.5.30.
C intr. en v. med. presentarse, plantearse ἄχρις ἂν γνῶ πῶς τὰ κατ' ἐμὲ ἀποτίθεται hasta que sepa cómo se presentan mis asuntos, POxy.120.14 (IV d.C.).
English (Strong)
from ἀπό and τίθημι; to put away (literally or figuratively): cast off, lay apart (aside, down), put away (off).
English (Thayer)
2nd aorist middle ἀπεθεμην; (from Homer down); to put off or aside; in the N. T. only middle to put off from oneself: τά ἱμάτια, to lay up or away, ἐν τῇ φυλακή (i. e., put), L T Tr WH (so εἰς φυλακήν, Polybius 24,8, 8; Diodorus 4,49, ete.)); tropically those things are said to be put off or away which anyone gives up, renounces: as τά ἔργα τοῦ σκότους, Winer s Grammar, 347 (325); Buttmann, 274 (236)), 25; τήν ὀργήν, Plutarch, Coriol. 19; τόν πλοῦτον, τήν μαλακίαν, etc. Luc. dial. mort. 10,8; τήν ἐλευθερίαν καί παρρησίαν, ibid. 9, etc.).