ἠχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἦχος]]; to [[make]] a [[loud]] [[noise]], i.e. [[reverberate]]: [[roar]], [[sound]].
|strgr=from [[ἦχος]]; to [[make]] a [[loud]] [[noise]], i.e. [[reverberate]]: [[roar]], [[sound]].
}}
{{Thayer
|txtha=(ἤχῳ); ([[ἦχος]], [[which]] [[see]]); (from [[Hesiod]] [[down]]); to [[sound]]: (Compare: [[ἐξηχέω]], [[κατηχέω]].)
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχέω Medium diacritics: ἠχέω Low diacritics: ηχέω Capitals: ΗΧΕΩ
Transliteration A: ēchéō Transliteration B: ēcheō Transliteration C: icheo Beta Code: h)xe/w

English (LSJ)

Aeol.and Dor. ἀχέω [ᾱ]:    I intr., sound, ring, peal, ἠχεῖ δὲ κάρη . . Ὀλύμπου Hes.Th.42; ὅταν ἀχήσῃ πολιὸς βυθός Mosch.Fr.1.4; ἀχοῦσι προσπόλων χέρες E.Supp.72 (lyr.); of metal, ἠχέεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Hdt.4.200; τὰ χαλκία πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Pl.Prt.329a, cf. Men.66.4; of the grasshopper, chirp, Alc.39, Theoc.16.96; of the ears, tingle, ἠχήσει τὰ ὦτα LXX 1 Ki.3.11; διὰ τί ἠχεῖ ἢ διὰ τί ἐμφαίνεται; impers., of anecho, Arist.AP0.98a27.    2 suffer from noises in the ears, Herod.Med. ap. Orib.10.40.3.    II c. acc. cogn., ἀχεῖν (ἰαχεῖν codd.) ὕμνον to let it sound, A.Th.869 (lyr.); κωκυτόν S.Tr.866; γόους Id.Fr.523; ὕμνους E.Ion883 (lyr.); χαλκέον ἄχει sound the cymbal! Theoc.2.36; ἐφεξῆς ἠχοῦντα αὐτά (sc. τὰ φωνήεντα) Demetr.Eloc.71: —Med., ἀχεῖσθαί τινα to sound his praises, dub. in Pi.Fr.75.19:— Pass., ἠχεῖται κτύπος a sound is made, S.OC1500. (Cf. sq.)

German (Pape)

[Seite 1180] (vgl. oben ἀχέω), schallen, ertönen, rauschen; ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου Hes. Th. 42; τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar. Nubb. 164; φόρμιγξ ἠχήσειεν ἐπ' εὐχαῖς ἡμετέραις, sie mag dazu ertönen, Th. 327; ἤχεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Her. 4, 200; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; Sp.; einen Laut von sich geben, neben διαλέγεσθαι Plut. Cor. 38. – Auch trans., erschallen lassen, anstimmen, ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον κωκυτόν Soph. Tr. 863; dah. pass., τίς αὖ παρ' ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος O. C. 1696. Vgl. noch Theocr. 2, 36 τὸ χαλκίον ὡς τάχος ἄχει, laß ertönen; τὰ φωνήεντα, aussprechen, Dem. Phaler. 71. S. auch ἰάχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχέω: Δωρ. ἀχέω ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· ὅταν ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· συχνάκις ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, τερετίζω, Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, κάμνω νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· μέλος Εὐρ. Ἴωνι 883· χαλκίον ἄχει, κρότει τὸ κύμβαλον, Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται κτύπος, γίνεται ἦχος, Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι πολλάκις μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, ἰάχημα, Elmsl. Εὐρ. Ἡρακλ. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. ἰαχέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 tr. faire retentir : κωκυτόν SOPH des lamentations ; Pass. retentir.
Étymologie: ἦχος.

English (Strong)

from ἦχος; to make a loud noise, i.e. reverberate: roar, sound.

English (Thayer)

(ἤχῳ); (ἦχος, which see); (from Hesiod down); to sound: (Compare: ἐξηχέω, κατηχέω.)