μήδος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(25)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />α) σκέψεις, βουλεύματα, [[ιδίως]] πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) φροντίδες, μέριμνες («[[ἀλλά]] με σός τε [[πόθος]] σά τε [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μήδομαι]]. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηδής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασυμηδής</i>, <i>κακο</i>-<i>μηδής</i>, <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>), [[καθώς]] και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Διο</i>-<i>μήδης</i>, <i>Γανυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Θρασυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Κλεο</i>-<i>μήδης</i> <b>κ.λπ.</b>) ήδη στη μυκηναϊκή [[εποχή]] (<b>[[πρβλ]].</b> μυκηναϊκό τ. <i>Ekemede</i>). Κατά το [[πρότυπο]] τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -<i>μήδης</i> σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -<i>η</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ἀγαμήδη</i>, <i>Ἁλι</i>-<i>μήδη</i>, <i>Πυκι</i>-<i>μήδη</i> και <i>Μήδεια</i>, πιθ. μυκηναϊκό <i>Μedejo</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ([[πάντα]] στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) η [[ουροδόχος]] [[κύστη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[μῆδος]], που απαντά μόνο στον πληθ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές [[μέδεα]] και [[μέζεα]]. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο τ. [[μέδεα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>medea</i>), από τον οποίο με [[δασεία]] [[προφορά]] του -<i>δ</i>- έχει προέλθει ο τ. [[μέζεα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ομ. [[ζάπεδον]]). Η [[άποψη]] ότι οι τ. [[μέδεα]]/[[μέζεα]] συνδέονται με το ρ. <i>μαδῶ</i> θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη. Απίθανη [[επίσης]] θεωρείται και η [[άποψη]] ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[φουσκώνω]], [[επεκτείνω]]» και συνδέονται με το επίθ. [[μεστός]], [[καθώς]] και με ιρλδ. <i>mess</i> «[[βάλανος]], [[οίδημα]]». Ο τ. [[μήδεα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] «[[συλλογίζομαι]], [[φροντίζω]]», [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. [[μέδεα]] και [[μέζεα]], [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται από τη [[χρήση]], της λ. στην ηρωική [[ποίηση]]. Κατ' άλλους, η [[παραγωγή]] του τ. [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] θεωρείται [[προφανής]], ενώ η σημασιολογική [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]] της έννοιας του [[μήδομαι]], που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>gimaht</i> «[[δύναμη]], [[εξουσία]]» και «γεννητικά μόρια» (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>mentula</i> «ανδρικό γεννητικό [[μόριο]]», αν συνδέεται με <i>mens</i>, <i>mentis</i> «[[νους]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) τὰ [[μήδεα]]<br />α) σκέψεις, βουλεύματα, [[ιδίως]] πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) φροντίδες, μέριμνες («[[ἀλλά]] με σός τε [[πόθος]] σά τε [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μήδομαι]]. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηδής</i> ([[πρβλ]]. <i>θρασυμηδής</i>, <i>κακο</i>-<i>μηδής</i>, <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>), [[καθώς]] και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> ([[πρβλ]]. [[Διομήδης]], [[Γανυμήδης]], [[Θρασυμήδης]], <i>Κλεο</i>-<i>μήδης</i> <b>κ.λπ.</b>) ήδη στη μυκηναϊκή [[εποχή]] ([[πρβλ]]. μυκηναϊκό τ. <i>Ekemede</i>). Κατά το [[πρότυπο]] τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -<i>μήδης</i> σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -<i>η</i> ([[πρβλ]]. <i>Ἀγαμήδη</i>, <i>Ἁλι</i>-<i>μήδη</i>, <i>Πυκι</i>-<i>μήδη</i> και <i>Μήδεια</i>, πιθ. μυκηναϊκό <i>Μedejo</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ([[πάντα]] στον πληθ.) τὰ [[μήδεα]]<br />τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) η [[ουροδόχος]] [[κύστη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[μῆδος]], που απαντά μόνο στον πληθ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές [[μέδεα]] και [[μέζεα]]. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο τ. [[μέδεα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>medea</i>), από τον οποίο με [[δασεία]] [[προφορά]] του -<i>δ</i>- έχει προέλθει ο τ. [[μέζεα]] ([[πρβλ]]. ομ. [[ζάπεδον]]). Η [[άποψη]] ότι οι τ. [[μέδεα]]/[[μέζεα]] συνδέονται με το ρ. <i>μαδῶ</i> θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη. Απίθανη [[επίσης]] θεωρείται και η [[άποψη]] ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[φουσκώνω]], [[επεκτείνω]]» και συνδέονται με το επίθ. [[μεστός]], [[καθώς]] και με ιρλδ. <i>mess</i> «[[βάλανος]], [[οίδημα]]». Ο τ. [[μήδεα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] «[[συλλογίζομαι]], [[φροντίζω]]», [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. [[μέδεα]] και [[μέζεα]], [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται από τη [[χρήση]], της λ. στην ηρωική [[ποίηση]]. Κατ' άλλους, η [[παραγωγή]] του τ. [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] θεωρείται [[προφανής]], ενώ η σημασιολογική [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]] της έννοιας του [[μήδομαι]], που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>gimaht</i> «[[δύναμη]], [[εξουσία]]» και «γεννητικά μόρια» ([[πρβλ]]. και λατ. <i>mentula</i> «ανδρικό γεννητικό [[μόριο]]», αν συνδέεται με <i>mens</i>, <i>mentis</i> «[[νους]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

(I)
μῆδος, τὸ (Α)
(μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα
α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μήδομαι. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μηδής (πρβλ. θρασυμηδής, κακο-μηδής, πυκι-μηδής), καθώς και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -μήδης (πρβλ. Διομήδης, Γανυμήδης, Θρασυμήδης, Κλεο-μήδης κ.λπ.) ήδη στη μυκηναϊκή εποχή (πρβλ. μυκηναϊκό τ. Ekemede). Κατά το πρότυπο τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -μήδης σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -η (πρβλ. Ἀγαμήδη, Ἁλι-μήδη, Πυκι-μήδη και Μήδεια, πιθ. μυκηναϊκό Μedejo)].
(II)
μῆδος, τὸ (Α)
1. (πάντα στον πληθ.) τὰ μήδεα
τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα», Ομ. Οδ.)
2. (στον εν.) η ουροδόχος κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μῆδος, που απαντά μόνο στον πληθ. μήδεα «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές μέδεα και μέζεα. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο εύχρηστος είναι ο τ. μέδεα (< medea), από τον οποίο με δασεία προφορά του -δ- έχει προέλθει ο τ. μέζεα (πρβλ. ομ. ζάπεδον). Η άποψη ότι οι τ. μέδεα/μέζεα συνδέονται με το ρ. μαδῶ θεωρείται μάλλον απίθανη. Απίθανη επίσης θεωρείται και η άποψη ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα med- «φουσκώνω, επεκτείνω» και συνδέονται με το επίθ. μεστός, καθώς και με ιρλδ. mess «βάλανος, οίδημα». Ο τ. μήδεα πιθ. < ρ. μήδομαι «συλλογίζομαι, φροντίζω», κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. μέδεα και μέζεα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη χρήση, της λ. στην ηρωική ποίηση. Κατ' άλλους, η παραγωγή του τ. μήδεα < ρ. μήδομαι θεωρείται προφανής, ενώ η σημασιολογική απόσταση ανάμεσα στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξη της έννοιας του μήδομαι, που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. gimaht «δύναμη, εξουσία» και «γεννητικά μόρια» (πρβλ. και λατ. mentula «ανδρικό γεννητικό μόριο», αν συνδέεται με mens, mentis «νους»)].