Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(12)
 
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filomachos
|Transliteration C=filomachos
|Beta Code=filo/maxos
|Beta Code=filo/maxos
|Definition=(proparox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving the fight, warlike</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>164</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>128</span> (lyr).; <b class="b2">pugnacious</b>, φίλερις καὶ φ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>95</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>230</span> (lyr.).</span>
|Definition=(proparox.), ον, [[loving the fight]], [[warlike]], Pi.''Fr.''164, A.''Th.''128 (lyr).; [[pugnacious]], φίλερις καὶ φ. Phld.''Piet.''95, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''230 (lyr.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui aime à combattre]], [[belliqueux]], [[batailleur]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μάχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόμᾰχος:''' [[рвущийся в бой]], [[воинственный]] Pind., Aesch.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλόμαχος''': ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.
}}
{{Slater
|sltr=<b>φῐλόμᾰχος</b> [[warlike]] φιλόμαχον [[γένος]] ἐκ Περσέος fr. 164.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόμαχος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[φιλοπόλεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φιλόμαχος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας [[σκολοπακίδες]] με μοναδικό το [[είδος]] Philomachus pugnax, που απαντά και στη [[χώρα]] μας ως [[χειμερινός]] [[επισκέπτης]], γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[μαχητής]] ή ψευτομαχητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]], [[πρβλ]]. [[αξιόμαχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόμᾰχος:''' -ον, αυτός που αγαπά τη [[μάχη]], [[πολεμοχαρής]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλόμᾰχος, ον,<br />[[loving]] the [[fight]], [[warlike]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμᾰχος Medium diacritics: φιλόμαχος Low diacritics: φιλόμαχος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: philómachos Transliteration B: philomachos Transliteration C: filomachos Beta Code: filo/maxos

English (LSJ)

(proparox.), ον, loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμᾰχος: рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.

English (Slater)

φῐλόμᾰχος warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιόμαχος].

Greek Monotonic

φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλόμᾰχος, ον,
loving the fight, warlike, Aesch.