μισθοδότης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misthodotis | |Transliteration C=misthodotis | ||
|Beta Code=misqodo/ths | |Beta Code=misqodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=μισθοδότου, ὁ, [[paymaster]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 463b, X.''An.''1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[celui qui donne un salaire]], [[une solde]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθοδότης:''' ου ὁ [[выплачивающий жалованье]], [[работодатель]], [[наниматель]] Xen., Plat., Aeschin., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ. | |lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η [[πληρωμή]] των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μισθο-[[δότης]], ου, ὁ,<br />one who pays wages, a [[paymaster]], Plat., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=ὁ [[πληρωτής]] τῶν μισθῶν). Ἀπό τό [[μισθός]] + [[δίδωμι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μισθοδοσία]], μισθοδοτῶ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
μισθοδότου, ὁ, paymaster, Pl.R. 463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.
Greek Monotonic
μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ πληρωτής τῶν μισθῶν). Ἀπό τό μισθός + δίδωμι.
Παράγωγα: μισθοδοσία, μισθοδοτῶ.