χαλκεομήστωρ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkeomistor | |Transliteration C=chalkeomistor | ||
|Beta Code=xalkeomh/stwr | |Beta Code=xalkeomh/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, < | |Definition=-ορος, ὁ, [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in E.''Tr.''271 (lyr.) from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οροσ (ὁ) :<br />[[à la volonté d'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκεομήστωρ:''' ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - [[varia lectio|v.l.]] к [[χαλκεομίτωρ]]). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαλκεομήστωρ''': ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. [[δοριμήστωρ]] [[ἐντεσιμήστωρ]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στα χάλκινα όπλα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκεομήστορος<br />ἰσχυρόφρονος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[μήστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[μήστωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[μήστωρ]], <i>θεο</i>-[[μήστωρ]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[skilled]] in [[arms]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
French (Bailly abrégé)
οροσ (ὁ) :
à la volonté d'airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v.l. к χαλκεομίτωρ).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.
Greek Monotonic
χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.