χάλκωμα: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(13) |
m (Text replacement - "Geräth" to "Gerät") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkoma | |Transliteration C=chalkoma | ||
|Beta Code=xa/lkwma | |Beta Code=xa/lkwma | ||
|Definition= | |Definition=χαλκώματος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything made of [[bronze]] or [[copper]], [[vessel]], [[instrument]], Ar.V.1214, Fr.436, Lys.19.27, X.An.4.1.8, Sophr.30, Nicostr.21.4, PCair.Zen.40.1 (iii B. C.), BGU993 iii 12 (ii B. C.), Sor.2.29, etc.; ἀσπίδος τὸ χάλκωμα the [[bronze]]-[[work]], opp. τὸ [[ξύλον]], Arist.Mete.371a26, cf. Aen. Tact.37.7; [[cauldron]], Plu.Demetr.24.<br><span class="bld">2</span> [[copper]] [[plate]] or [[tablet]], for engraving [[record]]s on, Plb.3.26.1, 3.33.18, IG9(1).685, al. (Corcyra, ii B. C.), 14.612 (Rhegium, i B. C.), 952.22 (Agrigentum, iii B. C.), 953.24 (Melita, iii B. C.); written [[χάλχωμα]], JHS32.160 (Pisidia).<br><span class="bld">b</span> generally, [[metal]] [[plate]], Plb.6.23.14.<br><span class="bld">3</span> [[beak]] of a [[ship]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.9, Plu.Ant.67, etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] τό, alles aus Erz od. Kupfer Gemachte, ehernes od. kupfernes Gerät; Ar. Vesp. 1214; σύμμικτα Lys. 19, 27; Xen. An. 4, 1,8; eherne Tafel, Pol. 3, 26, 1, u. sonst. Bes. ein kupferner Badekessel, Plut. Demetr. 24. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χαλκώματος (τό) :<br />[[vase d'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χάλκωμα:''' χαλκώματος τό<br /><b class="num">1</b> [[медный сосуд]] Lys., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[медная ванна]] Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[медная доска]] (таблица) Polyb.;<br /><b class="num">4</b> [[медный нос корабля]] Plut., Diod.;<br /><b class="num">5</b> [[медная часть]] (ἀσπίδος Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χάλκωμα''': τό, ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον [[ἀγγεῖον]] ἢ [[σκεῦος]] ἢ [[ἐργαλεῖον]] ἢ [[ἄλλο]] τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Σφ. 1214, Ἀποσπ. 381, Λυσίας 154. 22, Ἀποσπ. 32, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 8, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 229F, Ξεν., κλπ.˙ ἀσπίδος τὸ χ., τὸ ἐκ χαλκοῦ [[μέρος]] αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ξύλον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 11˙ - [[ἀγγεῖον]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Πλουτ. Δημήτρ. 24. 2) πινακὶς ἐκ χαλκοῦ, ἐφ’ ἧς ἐχαράττοντο χρονογραφήματα, ὑπομνήματα, κτλ. Πολύβ. 3. 26, 1, 3. 33, 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 1841 κἑξ.˙ - [[καθόλου]] πινακὶς ἢ πλὰξ ἐκ μετάλλου, Πολύβ. 6. 23. 14. 3) τὸ χαλκοῦν ἔμβολον τοῦ πλοίου, Διόδ. 20. 9, Πλουτ. Ἀντών. 67, κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χάρκωμα]] Ν, και χάλχωμα Α [[χαλκῶ]]<br />[[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) <i>τα χαλκώματα</i><br />α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια<br />β) το [[σύνολο]] τών σκευών που δίνονται στην [[νύφη]] ως [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ [[πῶμα]] τοῦ χαλκώματος εἰς [[ζέον]] [[ὕδωρ]] ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις<br /><b>3.</b> (γενικά) [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από [[μέταλλο]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[ηχείο]] της λύρας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀσπίδος τὸ [[χάλκωμα]]» — το χάλκινο [[μέρος]] της ασπίδας (<b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χάλκωμα:''' χαλκώματος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χάλκωμα]], χαλκώματος, τό, [from [[χαλκόω]]<br />[[anything]] made of [[bronze]] or [[copper]], a [[brass]] [[utensil]], [[vessel]], [[instrument]], Ar., Xen.: the brasen [[beak]] of a [[ship]], Plut. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[brazen vessel]], [[copper vessel]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:42, 22 November 2024
English (LSJ)
χαλκώματος, τό,
A anything made of bronze or copper, vessel, instrument, Ar.V.1214, Fr.436, Lys.19.27, X.An.4.1.8, Sophr.30, Nicostr.21.4, PCair.Zen.40.1 (iii B. C.), BGU993 iii 12 (ii B. C.), Sor.2.29, etc.; ἀσπίδος τὸ χάλκωμα the bronze-work, opp. τὸ ξύλον, Arist.Mete.371a26, cf. Aen. Tact.37.7; cauldron, Plu.Demetr.24.
2 copper plate or tablet, for engraving records on, Plb.3.26.1, 3.33.18, IG9(1).685, al. (Corcyra, ii B. C.), 14.612 (Rhegium, i B. C.), 952.22 (Agrigentum, iii B. C.), 953.24 (Melita, iii B. C.); written χάλχωμα, JHS32.160 (Pisidia).
b generally, metal plate, Plb.6.23.14.
3 beak of a ship, D.S.20.9, Plu.Ant.67, etc.
German (Pape)
[Seite 1332] τό, alles aus Erz od. Kupfer Gemachte, ehernes od. kupfernes Gerät; Ar. Vesp. 1214; σύμμικτα Lys. 19, 27; Xen. An. 4, 1,8; eherne Tafel, Pol. 3, 26, 1, u. sonst. Bes. ein kupferner Badekessel, Plut. Demetr. 24.
French (Bailly abrégé)
χαλκώματος (τό) :
vase d'airain.
Étymologie: χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
χάλκωμα: χαλκώματος τό
1 медный сосуд Lys., Arph., Xen.;
2 медная ванна Plut.;
3 медная доска (таблица) Polyb.;
4 медный нос корабля Plut., Diod.;
5 медная часть (ἀσπίδος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χάλκωμα: τό, ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον ἀγγεῖον ἢ σκεῦος ἢ ἐργαλεῖον ἢ ἄλλο τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Σφ. 1214, Ἀποσπ. 381, Λυσίας 154. 22, Ἀποσπ. 32, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 8, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 229F, Ξεν., κλπ.˙ ἀσπίδος τὸ χ., τὸ ἐκ χαλκοῦ μέρος αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 11˙ - ἀγγεῖον πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Πλουτ. Δημήτρ. 24. 2) πινακὶς ἐκ χαλκοῦ, ἐφ’ ἧς ἐχαράττοντο χρονογραφήματα, ὑπομνήματα, κτλ. Πολύβ. 3. 26, 1, 3. 33, 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 1841 κἑξ.˙ - καθόλου πινακὶς ἢ πλὰξ ἐκ μετάλλου, Πολύβ. 6. 23. 14. 3) τὸ χαλκοῦν ἔμβολον τοῦ πλοίου, Διόδ. 20. 9, Πλουτ. Ἀντών. 67, κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α χαλκῶ
σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα
α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια
β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη ως προίκα
νεοελλ.-μσν.
χαλκός
αρχ.
1. χάλκινο αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ πῶμα τοῦ χαλκώματος εἰς ζέον ὕδωρ ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», Πλούτ.)
2. πλάκα, πινακίδα από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις
3. (γενικά) πλάκα, πινακίδα από μέταλλο
4. χάλκινο έμβολο πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», Διόδ.)
5. μεταλλικό ηχείο της λύρας
6. φρ. «ἀσπίδος τὸ χάλκωμα» — το χάλκινο μέρος της ασπίδας (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
χάλκωμα: χαλκώματος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο αγγείο, σκεύος, όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο έμβολο πλοίου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χάλκωμα, χαλκώματος, τό, [from χαλκόω
anything made of bronze or copper, a brass utensil, vessel, instrument, Ar., Xen.: the brasen beak of a ship, Plut.