ὀζώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ozodis
|Transliteration C=ozodis
|Beta Code=o)zw/dhs
|Beta Code=o)zw/dhs
|Definition=(A), ες, (ὄζος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having branches</b>, opp. <b class="b3">ἄοζος</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.5.4</span>, al. ; of a form of coral, Dsc.5.122. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">having knots in it</b>, of timber, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.10.4</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>16.65</span>.</span><br /><span class="bld">ὀζώδης</span> (B), ες, (ὄζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀδμώδης]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>775.8</span>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>437</span>, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span> 8.991</span>.</span>
|Definition=(A), [[ὀζῶδες]], ([[ὄζος]])<br><span class="bld">A</span> [[having branches]], opp. [[ἄοζος]], Thphr.''HP''1.5.4, al.; of a form of coral, Dsc.5.122.<br><span class="bld">II</span> [[having knots in it]], of [[timber]], Thphr.''HP''3.10.4 (Comp.), cf. Plin.''HN''16.65.<br /><br />(B), ὀζῶδες, ([[ὄζω]]) = [[ὀδμώδης]], ''EM''775.8, Sch.Nic.''Al.''437, Tz.''H.'' 8.991.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0296.png Seite 296]] ες ([[ὄζος]]), ästig, zweigig, knotig, Theophr. u. Sp. ες (ὄζω), riechend, stinkend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὀζώδης''': -ες, ([[ὄζος]], [[εἶδος]]) ὁ ἔχων κλάδους ἀντίθετ. τῷ [[ἄοζος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων κόμβους ἢ ῥόζους, ἐπὶ ξύλου, [[αὐτόθι]] 3. 10, 4, ἴδε Πλίν. 16. 25. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄζω) = [[ὀσμώδης]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 436.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:33, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζώδης Medium diacritics: ὀζώδης Low diacritics: οζώδης Capitals: ΟΖΩΔΗΣ
Transliteration A: ozṓdēs Transliteration B: ozōdēs Transliteration C: ozodis Beta Code: o)zw/dhs

English (LSJ)

(A), ὀζῶδες, (ὄζος)
A having branches, opp. ἄοζος, Thphr.HP1.5.4, al.; of a form of coral, Dsc.5.122.
II having knots in it, of timber, Thphr.HP3.10.4 (Comp.), cf. Plin.HN16.65.

(B), ὀζῶδες, (ὄζω) = ὀδμώδης, EM775.8, Sch.Nic.Al.437, Tz.H. 8.991.

German (Pape)

[Seite 296] ες (ὄζος), ästig, zweigig, knotig, Theophr. u. Sp. ες (ὄζω), riechend, stinkend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζώδης: -ες, (ὄζος, εἶδος) ὁ ἔχων κλάδους ἀντίθετ. τῷ ἄοζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων κόμβους ἢ ῥόζους, ἐπὶ ξύλου, αὐτόθι 3. 10, 4, ἴδε Πλίν. 16. 25. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄζω) = ὀσμώδης, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 436.

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].