πολυτίμητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(33)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠτῑμητος
|Full diacritics=πολῠτῑ́μητος
|Medium diacritics=πολυτίμητος
|Medium diacritics=πολυτίμητος
|Low diacritics=πολυτίμητος
|Low diacritics=πολυτίμητος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytimitos
|Transliteration C=polytimitos
|Beta Code=poluti/mhtos
|Beta Code=poluti/mhtos
|Definition=Dor. -τίμᾱτος, ον, also η, ον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>978</span>: (τιμάω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">highly honoured</b>, freq. used in addressing a divinity, <b class="b3">Ἀφροδίτη</b> [Parm.]<span class="bibl">20</span>; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' <span class="bibl">Pherecr.73</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>319</span>; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span> 807</span>; ὦ π. θεοί <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1001</span>; θεώ <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>594</span>; ὦ π. Νεφέλαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>269</span>; ὦ π. Αἰσχύλε <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>851</span>; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span> 296d</span>; so <b class="b3">τὸ π. ἰατρεῖον</b>, of Aristotle, Timae. ap. <span class="bibl">Plb.12.8.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">at a high price, very costly</b>, <span class="bibl">Epich.71</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>387.9</span>, <span class="bibl">Alex.Trall.1.15</span>; with play on signf. <span class="bibl">1</span>, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>759</span>.</span>
|Definition=Dor. [[πολυτίματος]], ον, also η, ον Ar.''Pax''978: ([[τιμάω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[highly]] [[honoured]], freq. used in addressing a [[divinity]], [[Ἀφροδίτη]] [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.''Fr.''319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.''Ach.'' 807; ὦ π. θεοί Id.''V.''1001; θεώ Id.''Th.''594; ὦ π. Νεφέλαι Id.''Nu.''269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.''Ra.''851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.''Euthd.'' 296d; so <b class="b3">τὸ πολυτίμητον ἰατρεῖον</b>, of [[Aristotle]], Timae. ap. Plb.12.8.4.<br><span class="bld">II</span> [[at a high price]], [[very costly]], Epich.71, Ar.''Fr.''387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. ''1'', [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''759.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; [[Ζεύς]], Av. 667; [[Δημήτηρ]], Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, <b class="b2">theuer</b>, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; [[Ζεύς]], Av. 667; [[Δημήτηρ]], Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, [[teuer]], Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> [[très honoré]];<br /><b>2</b> [[très estimé]], [[précieux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτίμητος:''' и 3 (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[глубокопочитаемый]], [[высокочтимый]] (θεοί, [[Αἰσχύλος]] Arph.; [[μαντική]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[высоко ценящийся]], [[дорогой]] ([[σῖτος]] Arph.; [[χώρα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠτίμητος''': [ῑ], -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, [[δαπανηρός]], «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.
|lstext='''πολῠτίμητος''': [ῑ], -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, [[δαπανηρός]], «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> très honoré;<br /><b>2</b> très estimé, précieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτίμητος]], -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («[[πολυτίμητος]] [[Ἀφροδίτη]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> [[πανάκριβος]], [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτίμητα</i> Ν<br />με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και [[εκτίμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιμητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τιμῶ</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτίμητος]], -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («[[πολυτίμητος]] [[Ἀφροδίτη]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> [[πανάκριβος]], [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτίμητα</i> Ν<br />με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και [[εκτίμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιμητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τιμῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠτίμητος:''' [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),<br /><b class="num">I.</b> [[υψηλά]] τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύ]] [[δαπανηρός]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠτῑ́μητος, ον, [τῑμάω]<br /><b class="num">I.</b> [[highly]] [[honoured]], [[most]] [[honoured]], Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[very]] [[costly]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 12 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠτῑ́μητος Medium diacritics: πολυτίμητος Low diacritics: πολυτίμητος Capitals: ΠΟΛΥΤΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: polytímētos Transliteration B: polytimētos Transliteration C: polytimitos Beta Code: poluti/mhtos

English (LSJ)

Dor. πολυτίματος, ον, also η, ον Ar.Pax978: (τιμάω):—
A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.Fr.319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807; ὦ π. θεοί Id.V.1001; θεώ Id.Th.594; ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu.269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra.851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d; so τὸ πολυτίμητον ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4.
II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach.759.

German (Pape)

[Seite 674] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, teuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 très honoré;
2 très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

πολυτίμητος: и 3 (ῑ)
1 глубокопочитаемый, высокочтимый (θεοί, Αἰσχύλος Arph.; μαντική Plut.);
2 высоко ценящийся, дорогой (σῖτος Arph.; χώρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτίμητος: [ῑ], -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, δαπανηρός, «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυτίμητος, -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.)
2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος.
επίρρ...
πολυτίμητα Ν
με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και εκτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τιμητός (< τιμῶ)].

Greek Monotonic

πολῠτίμητος: [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),
I. υψηλά τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. πολύ δαπανηρός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πολῠτῑ́μητος, ον, [τῑμάω]
I. highly honoured, most honoured, Ar., Plat.
II. very costly, Ar.