προσίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(35)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosizo
|Transliteration C=prosizo
|Beta Code=prosi/zw
|Beta Code=prosi/zw
|Definition=c. acc., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">come and sit near</b>, <b class="b3">πάγον</b>, of suppliants, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>189</span>; Ἄρτεμιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>935</span> (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>564d</span>; <b class="b2">settle</b>, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>596b15</span>; ἐν τοῖς ἄνθεσιν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.10.3</span>; <b class="b2">adhere to</b>, Dsc.5.95. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">cleave to</b>, μελέτημα π. τινί <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>910.9</span> (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.6</span>; <b class="b3">ἡ προσίζουσα αἰτίη</b> the <b class="b2">inherent</b> cause, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.7</span>.</span>
|Definition=c. acc.,<br><span class="bld">A</span> [[come and sit near]], [[πάγον]], of suppliants, A.''Supp.''189; Ἄρτεμιν [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 564d; [[settle]], ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.10.3; [[adhere to]], Dsc.5.95.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[cleave to]], μελέτημα π. τινί E.''Fr.''910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.''Vict.''1.6; <b class="b3">ἡ προσίζουσα αἰτίη</b> the [[inherent]] cause, Aret.''SD''1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = [[προσιζάνω]]; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = [[προσιζάνω]]; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis près de, se tenir auprès de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἵζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ίζω naast... gaan zitten, bij... zitten, met dat.:; οὐδὲ ῥανίδ’... δρόσου τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ... ἐᾶις je laat nog geen dauwdruppel op je man zitten Eur. Andr. 228; met acc. (als smekeling) bij... gaan zitten, smeken. overdr. zich verbinden met, met πρός + acc. of met dat.. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''προσίζω:''' [[садиться или сидеть возле]] (τόνδε πάγον Aesch.; σεμνὰν Ἄρτεμιν Eur.; πρός τι Arst.): περὶ τὰ βήματα π. Plat. сидеть вокруг ораторских трибун.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[προσκαθέζομαι]], [[καθέζομαι]] πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., [[ἔρχομαι]] καὶ [[κάθημαι]] πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. [[καθίζω]] ἐν τέλ.)· [[ὡσαύτως]], πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· [[πρός]] τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων [[μελέτημα]] προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.
|lstext='''προσίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[προσκαθέζομαι]], [[καθέζομαι]] πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., [[ἔρχομαι]] καὶ [[κάθημαι]] πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. [[καθίζω]] ἐν τέλ.)· [[ὡσαύτως]], πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· [[πρός]] τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων [[μελέτημα]] προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis près de, se tenir auprès de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἵζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ικέτη) [[έρχομαι]] και [[κάθομαι]] [[κοντά]] («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («ἡ δὲ [[μέλιττα]] μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτελώ]] ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[είμαι]] [[συμφυής]] («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η [[συμφυής]], η έμφυτη [[αιτία]], Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ικέτη) [[έρχομαι]] και [[κάθομαι]] [[κοντά]] («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («ἡ δὲ [[μέλιττα]] μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτελώ]] ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[είμαι]] [[συμφυής]] («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η [[συμφυής]], η έμφυτη [[αιτία]], Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>, [[κάθομαι]] δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ιζήσω<br />to sit by, c. acc., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:44, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσίζω Medium diacritics: προσίζω Low diacritics: προσίζω Capitals: ΠΡΟΣΙΖΩ
Transliteration A: prosízō Transliteration B: prosizō Transliteration C: prosizo Beta Code: prosi/zw

English (LSJ)

c. acc.,
A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp.189; Ἄρτεμιν E.Hec.935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα Pl.R. 564d; settle, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr. CP 5.10.3; adhere to, Dsc.5.95.
2 metaph., cleave to, μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = προσιζάνω; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis près de, se tenir auprès de, acc..
Étymologie: πρός, ἵζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ίζω naast... gaan zitten, bij... zitten, met dat.:; οὐδὲ ῥανίδ’... δρόσου τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ... ἐᾶις je laat nog geen dauwdruppel op je man zitten Eur. Andr. 228; met acc. (als smekeling) bij... gaan zitten, smeken. overdr. zich verbinden met, met πρός + acc. of met dat.. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προσίζω: садиться или сидеть возле (τόνδε πάγον Aesch.; σεμνὰν Ἄρτεμιν Eur.; πρός τι Arst.): περὶ τὰ βήματα π. Plat. сидеть вокруг ораторских трибун.

Greek (Liddell-Scott)

προσίζω: μέλλ. -ιζήσω, προσκαθέζομαι, καθέζομαι πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., ἔρχομαι καὶ κάθημαι πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. καθίζω ἐν τέλ.)· ὡσαύτως, πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· πρός τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων μελέτημα προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.

Greek Monolingual

Α
1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.)
2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι
4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είμαι συμφυής («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η συμφυής, η έμφυτη αιτία, Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

προσίζω: μέλ. -ιζήσω, κάθομαι δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ιζήσω
to sit by, c. acc., Eur.