ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripsokindynos | |Transliteration C=ripsokindynos | ||
|Beta Code=r(iyoki/ndunos | |Beta Code=r(iyoki/ndunos | ||
|Definition= | |Definition=ῥιψοκίνδυνον, [[fool-hardy]], [[reckless]], ἔργον [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9; [[ναυτιλία]] Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; [[τὸ ῥιψοκίνδυνον]] = [[thoughtless daring]], [[recklessness]], [[foolhardiness]] Ph.1.326, App.''BC''5.84. Adv. [[ῥιψοκινδύνως]] = [[foolhardily]], [[fool-hardily]], [[recklessly]], [[running needless risks]], [[riskily]], [[taking risks]], [[courageously]], [[without fear]], [[fearlessly]], [[with fearlessness]] ib.1.103, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2131.16 (iii A.D., <b class="b3">ῥειψ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui se jette au milieu du danger]], [[aventureux]], [[téméraire]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' [[отчаянно смелый]] ([[ἔργον]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, | |lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄, 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥιψοκίνδυνος]]· [[παράβολος]], [[τολμηρός]], ἐπικίνδυνος». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλοκίνδυνος]], [[φιλοκίνδυνος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ῥιψο-κίνδῡνος, ον,<br />[[running]] [[needless]] risks, [[fool]]-[[hardy]], [[reckless]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥιψοκίνδυνον, fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥιψοκίνδυνον = thoughtless daring, recklessness, foolhardiness Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. ῥιψοκινδύνως = foolhardily, fool-hardily, recklessly, running needless risks, riskily, taking risks, courageously, without fear, fearlessly, with fearlessness ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).
German (Pape)
[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
ῥιψοκίνδῡνος: отчаянно смелый (ἔργον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄, 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥιψοκίνδυνος -ον ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος
παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ.
β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει περιφρόνηση του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη ενέργεια» β. «ῥιψοκίνδυνος ναυτιλία», Αλκίφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ριψοκίνδυνο και τὸ ριψοκίνδυνον
η περιφρόνηση του κινδύνου.
επίρρ...
ριψοκίνδυνα / ῥιψοκινδύνως, ΝΜΑ
με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα
μσν.-αρχ.
βιαστικά, απρόσεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + κίνδυνος (πρβλ. μεγαλοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος)].
Greek Monotonic
ῥιψοκίνδῡνος: -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, αλόγιστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥιψο-κίνδῡνος, ον,
running needless risks, fool-hardy, reckless, Xen.