σιδηροκμής: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirokmis | |Transliteration C=sidirokmis | ||
|Beta Code=sidhrokmh/s | |Beta Code=sidhrokmh/s | ||
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) | |Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) [[slain by iron]], i.e. [[by the sword]], used with neut. dat. [[βοτοῖς]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''325; cf. [[ἀνδροκμής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />[[tué par le fer]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[κάμνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιδηροκμής -ῆτος [[[σίδηρος]], [[κάμνω]]] door ijzer gedood. Soph. Ai. 325. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροκμής:''' ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, [[δηλαδή]] με [[ξίφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), [[πρβλ]]. [[δουρικμής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ | |lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. [[ἀνδροκμής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=σῐδηρο-κμής, ῆτος, ὁ, ἡ, [[κάμνω]]<br />[[slain]] by [[iron]], i. e. by the [[sword]], used with the neut. dat. βοτοῖς, Soph. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[slain by the sword]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.
German (Pape)
[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
tué par le fer.
Étymologie: σίδηρος, κάμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηροκμής -ῆτος [σίδηρος, κάμνω] door ijzer gedood. Soph. Ai. 325.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροκμής: ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.).
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρικμής].
Greek Monotonic
σῐδηροκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω), δολοφονημένος, σφαγμένος από σίδερο, δηλ. από σπαθί, χρησιμ. με τη συνοδεία της δοτ. ουδ. βοτοῖς, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.
Middle Liddell
σῐδηρο-κμής, ῆτος, ὁ, ἡ, κάμνω
slain by iron, i. e. by the sword, used with the neut. dat. βοτοῖς, Soph.