στόλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(38)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolisma
|Transliteration C=stolisma
|Beta Code=sto/lisma
|Beta Code=sto/lisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equipment, garment</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1156</span>, <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>22.183.45</span> (ii A.D.), etc., prob. in <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>598</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[equipment]], [[garment]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1156, ''Stud.Pal.''22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in ''PTeb.''598 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[vêtement]].<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] [[uitrusting]].
}}
{{elru
|elrutext='''στόλισμα:''' ατος τό снаряжение или одежда Eur.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[στολίζω]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]] (α. «το [[στόλισμα]] της νύφης» β. «το [[στόλισμα]] του Επιταφίου»)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[είναι]] το [[στόλισμα]] του σπιτιού»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενδυμασία]], [[φόρεμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στόλισμα:''' -ατος, τό ([[στολίζω]]), [[ένδυμα]], [[χλαίνη]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στόλισμα''': τό, [[ἔνδυμα]], μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.
|lstext='''στόλισμα''': τό, [[ἔνδυμα]], μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]].
|mdlsjtxt=[[στόλισμα]], ατος, τό, [[στολίζω]]<br />a [[garment]], [[mantle]], Eur.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[στολίζω]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]] (α. «το [[στόλισμα]] της νύφης» β. «το [[στόλισμα]] του Επιταφίου»)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[είναι]] το [[στόλισμα]] του σπιτιού»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενδυμασία]], [[φόρεμα]].
|woodrun=[[dress]]
}}
}}

Latest revision as of 07:44, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλισμα Medium diacritics: στόλισμα Low diacritics: στόλισμα Capitals: ΣΤΟΛΙΣΜΑ
Transliteration A: stólisma Transliteration B: stolisma Transliteration C: stolisma Beta Code: sto/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό, equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] uitrusting.

Russian (Dvoretsky)

στόλισμα: ατος τό снаряжение или одежда Eur.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδιείναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.

Greek Monotonic

στόλισμα: -ατος, τό (στολίζω), ένδυμα, χλαίνη, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.

Middle Liddell

στόλισμα, ατος, τό, στολίζω
a garment, mantle, Eur.

English (Woodhouse)

dress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)