συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(39) |
(CSV import) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatalamvano | |Transliteration C=sygkatalamvano | ||
|Beta Code=sugkatalamba/nw | |Beta Code=sugkatalamba/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[seize]], [[take possession of together]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.2.42; [[occupy at the same time]], in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.<br><span class="bld">2</span> [[comprehend together with]], τινι D.L.9.97 (Pass.).<br><span class="bld">3</span> [[take in with]], <b class="b3">τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς</b> the air [[which they have taken in with]] their food, Diocl.Fr.141. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s'emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе завладевать]], [[одновременно захватывать]] (τὸ [[χωρίον]] Thuc.; ''[[sc.]]'' τὰ χρήματα Xen.);<br /><b class="num">2</b> (одновременно), [[охватывать]], [[содержать]], (в себе) Diog. L.;<br /><b class="num">3</b> [[заключать из предпосылок]], [[умозаключать]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) [[συμπεριλαμβάνω]], τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394. | |lstext='''συγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) [[συμπεριλαμβάνω]], τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῖν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[seize]], [[take]] [[possession]] of [[together]], Xen.: to [[occupy]] at the [[same]] [[time]], in a [[military]] [[sense]], Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[una occupare]]'', to [[seize together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.26.3/ 7.26.3]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 16 November 2024
English (LSJ)
A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.
2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.).
3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.
German (Pape)
[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
French (Bailly abrégé)
s'emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταλαμβάνω:
1 вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ χωρίον Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);
2 (одновременно), охватывать, содержать, (в себе) Diog. L.;
3 заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
Greek Monolingual
Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῖν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.
Greek Monotonic
συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.
Lexicon Thucydideum
una occupare, to seize together, 7.26.3.