τιθασεύω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(41) |
|||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tithaseyo | |Transliteration C=tithaseyo | ||
|Beta Code=tiqaseu/w | |Beta Code=tiqaseu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[tame]], [[domesticate]], <b class="b3">τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''610a29, cf. ''GA''756b22.<br><span class="bld">2</span> metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.''Lib.''p.40 O.; <b class="b3">τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ.</b> Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.''Oec.''7.10, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 264a; of a disease, [[become milder]], Ruf. ap. Aët.11.29.<br><span class="bld">3</span> of trees, [[cultivate]], [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.''Fab.''20. Cf. [[τιθασός]] fin. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] [[zähmen]], bes. Tiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> [[apprivoiser]] ; <i>en parl. d'une plante</i> faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; <i>en parl. de l'homme</i> rendre sociable, civiliser, polir;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> [[gagner]], [[se concilier]];<br /><b>2</b> [[adoucir]], [[calmer]].<br />'''Étymologie:''' [[τιθασός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῐθᾰσεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приручать]], [[одомашнивать]] (''[[sc.]]'' τὰ ζῷα Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[делать смирным]], [[послушным]], [[успокаивать]], [[умиротворять]] (τινὰ χάρισι Plut.);<br /><b class="num">3</b> с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῐθᾰσεύω''': καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ [[ἐλέφας]] καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ. | |lstext='''τῐθᾰσεύω''': καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ [[ἐλέφας]] καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[τιθασός]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα, [[ιδίως]] άγρια) [[εξημερώνω]], [[δαμάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[υποτάσσω]] κάποιον στη θέλησή μου, τον [[κάνω]] υποχείριό μου («[[ἐπεὶ]] ἤδη μοι [[χειροήθης]] ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με φυτά) [[καλλιεργώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τιθασεύομαι</i><br />(για [[νόσημα]]) καθίσταμαι ηπιότερος. | |mltxt=ΝΜΑ [[τιθασός]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα, [[ιδίως]] άγρια) [[εξημερώνω]], [[δαμάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[υποτάσσω]] κάποιον στη θέλησή μου, τον [[κάνω]] υποχείριό μου («[[ἐπεὶ]] ἤδη μοι [[χειροήθης]] ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με φυτά) [[καλλιεργώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τιθασεύομαι</i><br />(για [[νόσημα]]) καθίσταμαι ηπιότερος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῐθᾰσεύω:'''<b class="num">1.</b> μόνο στον ενεστ., [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δέντρα, [[βελτιώνω]] τη γη, την [[καλλιεργώ]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τῐθᾰσεύω, only in pres.]<br /><b class="num">1.</b> to [[tame]], [[domesticate]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> of trees, to [[reclaim]], [[cultivate]], Plut. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐξημερώνω]], [[δαμάζω]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[τιθασός]] (=[[ἥμερος]]) πού [[ἴσως]] παράγεται Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=[[θηλάζω]]) μέ ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τιθασεία]], [[τιθάσευμα]], [[τιθάσευσις]], [[τιθασευτής]], [[τιθασευτικός]], [[τιθασευτός]], [[ἀτιθάσευτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R. 589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA610a29, cf. GA756b22.
2 metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40 O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10, cf. Pl.Plt. 264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29.
3 of trees, cultivate, [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.Fab.20. Cf. τιθασός fin.
German (Pape)
[Seite 1109] zähmen, bes. Tiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.
French (Bailly abrégé)
I. apprivoiser ; en parl. d'une plante faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; en parl. de l'homme rendre sociable, civiliser, polir;
II. p. ext.
1 gagner, se concilier;
2 adoucir, calmer.
Étymologie: τιθασός.
Russian (Dvoretsky)
τῐθᾰσεύω:
1 приручать, одомашнивать (sc. τὰ ζῷα Xen.);
2 делать смирным, послушным, успокаивать, умиротворять (τινὰ χάρισι Plut.);
3 с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τῐθᾰσεύω: καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τιθασός
1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τον κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.)
αρχ.
1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ
2. παθ. τιθασεύομαι
(για νόσημα) καθίσταμαι ηπιότερος.
Greek Monotonic
τῐθᾰσεύω:1. μόνο στον ενεστ., δαμάζω, εξημερώνω, σε Πλάτ., Ξεν.
2. λέγεται για δέντρα, βελτιώνω τη γη, την καλλιεργώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τῐθᾰσεύω, only in pres.]
1. to tame, domesticate, Plat., Xen.
2. of trees, to reclaim, cultivate, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξημερώνω, δαμάζω). Ἀπό τό ἐπίθ. τιθασός (=ἥμερος) πού ἴσως παράγεται Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω) μέ ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθασεία, τιθάσευμα, τιθάσευσις, τιθασευτής, τιθασευτικός, τιθασευτός, ἀτιθάσευτος.