ἐπιγνάμπτω: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epignampto | |Transliteration C=epignampto | ||
|Beta Code=e)pigna/mptw | |Beta Code=e)pigna/mptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[curve]], [[bend]], ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Il.21.178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι A.R. 2.591.<br><span class="bld">II</span>. metaph., [[bow]], [[bend to one's purpose]], <b class="b3">ἐπέγναμψεν ἅπαντας</b> Ἥρη λισσομένη Il.2.14; ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ 1.569; [[ἐπιγνάμπτει]] νόον ἐσθλῶν 9.514:—Med., Nic.''Al.''363. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0932.png Seite 932]] ein-, umbiegen, krümmen, [[δόρυ]] Il. 21, 178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ap. Rh. 2, 591; im med., Nic. Al. 363. – Uebtr., herumlenken, umstimmen, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il. 2, 14; φίλον κῆρ, das eigene Herz im Zaum halten, mäßigen, 1, 569, Schol. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0932.png Seite 932]] ein-, umbiegen, krümmen, [[δόρυ]] Il. 21, 178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ap. Rh. 2, 591; im med., Nic. Al. 363. – Uebtr., herumlenken, umstimmen, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il. 2, 14; φίλον κῆρ, das eigene Herz im Zaum halten, mäßigen, 1, 569, Schol. πραΰνουσα; νόον ἐσθλῶν, den Sinn der Edlen lenken, 9, 514; [[ἦτορ]] Orph. Vgl. [[ἐπικνάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=courber, plier, fléchir ; <i>fig.</i> faire fléchir la résolution, la volonté (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γνάμπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιγνάμπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сгибать]] ([[δόρυ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> перен. склонять на свою сторону: ἐπέγναμψεν ἅπαντας λισσομένη Hom. она упросила всех своими мольбами;<br /><b class="num">3</b> [[смирять]]: ἐπιγνάμψασα [[φίλον]] [[κῆρ]] Hom. смирившись сердцем. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιγνάμπτω''': μέλλ. -ψω, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], ἤθελε… ἆξαι ἐπιγνάμψας [[δόρυ]] Ἰλ. Φ. 178· ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 591. II. μεταφ., [[κάμπτω]], [[μαλάσσω]], [[καταπραΰνω]], ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Ἰλ. Β. 14· ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Α. 569· ἐπεγνάμπτει νόον ἐσθλῶν Ι. 514 (510).- Καθ’ Ἡσύχιον «ἐπιγνά(μ)ψω· ἐπικλάσω» καὶ «ἐπιγνά(μ)ψασα· ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα».- Μεσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 363. | |lstext='''ἐπιγνάμπτω''': μέλλ. -ψω, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], ἤθελε… ἆξαι ἐπιγνάμψας [[δόρυ]] Ἰλ. Φ. 178· ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 591. II. μεταφ., [[κάμπτω]], [[μαλάσσω]], [[καταπραΰνω]], ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Ἰλ. Β. 14· ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Α. 569· ἐπεγνάμπτει νόον ἐσθλῶν Ι. 514 (510).- Καθ’ Ἡσύχιον «ἐπιγνά(μ)ψω· ἐπικλάσω» καὶ «ἐπιγνά(μ)ψασα· ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα».- Μεσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 363. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[υποκλίνομαι]] ή [[λυγίζω]], [[σκύβω]], [[υποκύπτω]] στην [[πρόθεση]], στον σκοπό κάποιου, στο ίδ. | |lsmtext='''ἐπιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[υποκλίνομαι]] ή [[λυγίζω]], [[σκύβω]], [[υποκύπτω]] στην [[πρόθεση]], στον σκοπό κάποιου, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[towards]] one, Il.:—metaph. to bow or [[bend]] to one's [[purpose]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
A curve, bend, ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Il.21.178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι A.R. 2.591.
II. metaph., bow, bend to one's purpose, ἐπέγναμψεν ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il.2.14; ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ 1.569; ἐπιγνάμπτει νόον ἐσθλῶν 9.514:—Med., Nic.Al.363.
German (Pape)
[Seite 932] ein-, umbiegen, krümmen, δόρυ Il. 21, 178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ap. Rh. 2, 591; im med., Nic. Al. 363. – Uebtr., herumlenken, umstimmen, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il. 2, 14; φίλον κῆρ, das eigene Herz im Zaum halten, mäßigen, 1, 569, Schol. πραΰνουσα; νόον ἐσθλῶν, den Sinn der Edlen lenken, 9, 514; ἦτορ Orph. Vgl. ἐπικνάμπτω.
French (Bailly abrégé)
courber, plier, fléchir ; fig. faire fléchir la résolution, la volonté (de qqn).
Étymologie: ἐπί, γνάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνάμπτω:
1 сгибать (δόρυ Hom.);
2 перен. склонять на свою сторону: ἐπέγναμψεν ἅπαντας λισσομένη Hom. она упросила всех своими мольбами;
3 смирять: ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Hom. смирившись сердцем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, ἤθελε… ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Ἰλ. Φ. 178· ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 591. II. μεταφ., κάμπτω, μαλάσσω, καταπραΰνω, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Ἰλ. Β. 14· ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Α. 569· ἐπεγνάμπτει νόον ἐσθλῶν Ι. 514 (510).- Καθ’ Ἡσύχιον «ἐπιγνά(μ)ψω· ἐπικλάσω» καὶ «ἐπιγνά(μ)ψασα· ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα».- Μεσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέγναμψα: bend over; δόρυ, Il. 21.178; met., bend, ‘change,’ ‘bow’ the will, Il. 2.14, Il. 9.514, Il. 1.569.
Greek Monolingual
ἐπιγνάμπτω (Α)
1. κάμπτω, λυγίζω
2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
ἐπιγνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., υποκλίνομαι ή λυγίζω, σκύβω, υποκύπτω στην πρόθεση, στον σκοπό κάποιου, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to bend towards one, Il.:—metaph. to bow or bend to one's purpose, Il.