παραδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(5)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradyomai
|Transliteration C=paradyomai
|Beta Code=paradu/omai
|Beta Code=paradu/omai
|Definition=Med. with intr. aor. Act. <b class="b3">παρέδυν</b> (v. infr.): pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> παραδέδῡκα <span class="bibl">Aeschin.3.37</span>:—<b class="b2">creep, slink</b>, or <b class="b2">steal past</b>, ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι... στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι <span class="bibl">Il.23.416</span>; ἐκδρᾶσα παρέδυν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">creep</b> or <b class="b2">steal in</b>, ἐς τὰν ἀκοάν <span class="bibl">Archyt.1</span>; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο <span class="bibl">D.18.79</span>; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>424d</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1307b32</span>; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>421e</span>, cf. Aeschin. l. c.; π. ἐπί τι <span class="bibl">D.22.48</span>.</span>
|Definition=Med. with intr. aor. Act. [[παρέδυν]] (v. infr.): pf.<br><span class="bld">A</span> παραδέδῡκα Aeschin.3.37:—[[creep]], [[slink]], or [[steal past]], ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι... στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il.23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar.''Ec.''55.<br><span class="bld">2</span> [[creep]] or [[steal in]], ἐς τὰν ἀκοάν Archyt.1; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο D.18.79; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 424d, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1307b32; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 421e, cf. Aeschin. l. c.; π. ἐπί τι D.22.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] mit aor. II. act. παρέδυν (s. δύω), daneben hineingehen; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23, 416; παρέδυν, Ar. Eccl. 55; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV, 421 e; ἡ [[παρανομία]] ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV, 424 d; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24, 160; εἶθ' [[ὅταν]] παραδύῃ τὸ [[οἰνάριον]], Ath. XIII, 607 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] mit aor. II. act. παρέδυν (s. δύω), daneben hineingehen; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23, 416; παρέδυν, Ar. Eccl. 55; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV, 421 e; ἡ [[παρανομία]] ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV, 424 d; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24, 160; εἶθ' [[ὅταν]] παραδύῃ τὸ [[οἰνάριον]], Ath. XIII, 607 c.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδύσομαι, <i>ao.2</i> παρέδυν;<br />[[pénétrer en se glissant]], [[se glisser]], [[s'insinuer]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-δύομαι, ep. inf. aor. παραδύμεναι, langssluipen, binnensluipen:. στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι op een smalle weg voorbijglippen Il. 23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν ik sloop weg naar buiten Aristoph. Eccl. 55; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη heimelijk sluipt de wetteloosheid binnen Plat. Resp. 424d; εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο hij probeerde de Peloponnesus binnen te glippen Dem. 18.79.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδύομαι:''' (только praes., fut. и aor. 2 παρέδῡν) пробираться, проскальзывать, прокрадываться (στεινωπῷ ἐν ὁδῷ Hom.; εἰς τὴν πόλιν Plat., Plut.; ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδύομαι''': μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - [[παρεισδύνω]], ἢ κατ’ ἄλλους [[παρέρχομαι]] λαθραίως, [[ταῦτα]] δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ [[παραδύομαι]] Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον [[ἐκεῖνος]] εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ [[παρανομία]] λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον [[ὅπως]] μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα [[αὐτόθι]] 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3.
|lstext='''παραδύομαι''': μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - [[παρεισδύνω]], ἢ κατ’ ἄλλους [[παρέρχομαι]] λαθραίως, [[ταῦτα]] δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ [[παραδύομαι]] Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον [[ἐκεῖνος]] εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ [[παρανομία]] λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον [[ὅπως]] μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα [[αὐτόθι]] 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδύσομαι, <i>ao.2</i> παρέδυν;<br />pénétrer en se glissant, se glisser, s’insinuer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] από [[κάπου]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[τρυπώνω]] («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] από [[κάπου]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («ταῦτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[τρυπώνω]] («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ <i>παρέδυν</i>, Επικ. απαρ. [[παραδύμεναι]] [ῡ]·<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[φεύγω]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]] [[απαρατήρητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]] ή [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''παραδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ <i>παρέδυν</i>, Επικ. απαρ. [[παραδύμεναι]] [ῡ]·<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[φεύγω]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]] [[απαρατήρητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]] ή [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μιδ. intr. aor2 act. παρέδυν epic inf. [[παραδύμεναι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[creep]] [[past]], [[slink]] or [[steal]] [[past]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[creep]] or [[steal]] in, Plat., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδύομαι Medium diacritics: παραδύομαι Low diacritics: παραδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paradýomai Transliteration B: paradyomai Transliteration C: paradyomai Beta Code: paradu/omai

English (LSJ)

Med. with intr. aor. Act. παρέδυν (v. infr.): pf.
A παραδέδῡκα Aeschin.3.37:—creep, slink, or steal past, ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι... στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il.23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar.Ec.55.
2 creep or steal in, ἐς τὰν ἀκοάν Archyt.1; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο D.18.79; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Pl.R. 424d, cf. Arist.Pol.1307b32; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα Pl.R. 421e, cf. Aeschin. l. c.; π. ἐπί τι D.22.48.

German (Pape)

[Seite 478] mit aor. II. act. παρέδυν (s. δύω), daneben hineingehen; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23, 416; παρέδυν, Ar. Eccl. 55; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV, 421 e; ἡ παρανομία ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV, 424 d; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24, 160; εἶθ' ὅταν παραδύῃ τὸ οἰνάριον, Ath. XIII, 607 c.

French (Bailly abrégé)

f. παραδύσομαι, ao.2 παρέδυν;
pénétrer en se glissant, se glisser, s'insinuer.
Étymologie: παρά, δύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-δύομαι, ep. inf. aor. παραδύμεναι, langssluipen, binnensluipen:. στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι op een smalle weg voorbijglippen Il. 23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν ik sloop weg naar buiten Aristoph. Eccl. 55; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη heimelijk sluipt de wetteloosheid binnen Plat. Resp. 424d; εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο hij probeerde de Peloponnesus binnen te glippen Dem. 18.79.

Russian (Dvoretsky)

παραδύομαι: (только praes., fut. и aor. 2 παρέδῡν) пробираться, проскальзывать, прокрадываться (στεινωπῷ ἐν ὁδῷ Hom.; εἰς τὴν πόλιν Plat., Plut.; ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

παραδύομαι: μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - παρεισδύνω, ἢ κατ’ ἄλλους παρέρχομαι λαθραίως, ταῦτα δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύομαι Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) ὑπεισέρχομαι, κρυφίως εἰσέρχομαι, λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα αὐτόθι 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3.

Greek Monolingual

Α
1. διέρχομαι από κάπου κρυφά, διεισδύω («ταῦτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. εισέρχομαι κρυφά, τρυπώνω («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

παραδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ παρέδυν, Επικ. απαρ. παραδύμεναι [ῡ]·
1. κινούμαι αργά, φεύγω κρυφά, μπαίνω απαρατήρητος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. διεισδύω ή μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

Μιδ. intr. aor2 act. παρέδυν epic inf. παραδύμεναι
1. to creep past, slink or steal past, Il.
2. to creep or steal in, Plat., Dem.