στυλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styliskos
|Transliteration C=styliskos
|Beta Code=stuli/skos
|Beta Code=stuli/skos
|Definition=ὁ, Dim. of [[στῦλος]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">peg</b>, Hp.<span class="title">Mochl.</span> 38, <span class="bibl">Str.3.4.17</span>, <span class="bibl">Orib.49.4.69</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[στυλίς]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Eust.1039.38</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">small stanchion</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>88.1</span>; also, <b class="b2">small pillar</b> on which to mount an astronomical instrument, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>3.19</span>: dub. sens. in <span class="title">IG</span>11 (2).161 <span class="title">B</span>101 (Delos, iii B.C.).</span>
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[στῦλος]],<br><span class="bld">A</span> [[peg]], Hp.''Mochl.'' 38, Str.3.4.17, Orib.49.4.69.<br><span class="bld">II</span> = [[στυλίς]] ''ΙΙ'', Eust.1039.38.<br><span class="bld">III</span> [[small stanchion]], Hero ''Bel.''88.1; also, [[small pillar]] on which to mount an astronomical instrument, Procl.''Hyp.''3.19: dub. sens. in ''IG''11 (2).161 ''B''101 (Delos, iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, dim. von στῦλος, Strab. 3, 4, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, dim. von στῦλος, Strab. 3, 4, 17.
}}
{{ls
|lstext='''στῡλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[στῦλος]], [[βακτηρία]] ἢ [[ῥάβδος]], Ἱππ. Μοχλ. 865, Στράβ. 164. 2) [[μέρος]] χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. 128 Mai. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Εὐστ. 1039. 38.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petit bâton, baguette;<br /><b>2</b> pied vertical, support en forme de colonnette;<br /><b>2</b> partie d’un instrument de chirurgie.<br />'''Étymologie:''' [[στῦλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[petit bâton]], [[baguette]];<br /><b>2</b> [[pied vertical]], [[support en forme de colonnette]];<br /><b>2</b> [[partie d'un instrument de chirurgie]].<br />'''Étymologie:''' [[στῦλος]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στύλος]], [[κιονίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[σπειροειδής]] μικρή [[στήλη]], που αποτελεί τον άξονα [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων [[μαλακίων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιστός]] με [[πανί]] που βρίσκεται στην [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βακτηρία]], [[ράβδος]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[στύλος]] όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|elnltext=στυλίσκος -ου, , demin. van στῦλος, stokje.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στύλος]], [[κιονίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[σπειροειδής]] μικρή [[στήλη]], που αποτελεί τον άξονα [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων [[μαλακίων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιστός]] με [[πανί]] που βρίσκεται στην [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βακτηρία]], [[ράβδος]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[στύλος]] όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στύλος]], [[κιονίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[σπειροειδής]] μικρή [[στήλη]], που αποτελεί τον άξονα [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων [[μαλακίων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιστός]] με [[πανί]] που βρίσκεται στην [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βακτηρία]], [[ράβδος]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[στύλος]] όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[οβελίσκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῡλίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[στῦλος]], [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], [[βέργα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''στῡλίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[στῦλος]], [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], [[βέργα]], σε Στράβ.
}}
{{ls
|lstext='''στῡλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[στῦλος]], [[βακτηρία]] ἢ [[ῥάβδος]], Ἱππ. Μοχλ. 865, Στράβ. 164. 2) [[μέρος]] χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. 128 Mai. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Εὐστ. 1039. 38.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῡλίσκος, ὁ, [Dim. of [[στῦλος]]<br />a [[staff]] or rod, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλίσκος Medium diacritics: στυλίσκος Low diacritics: στυλίσκος Capitals: ΣΤΥΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: stylískos Transliteration B: styliskos Transliteration C: styliskos Beta Code: stuli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of στῦλος,
A peg, Hp.Mochl. 38, Str.3.4.17, Orib.49.4.69.
II = στυλίς ΙΙ, Eust.1039.38.
III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, dim. von στῦλος, Strab. 3, 4, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petit bâton, baguette;
2 pied vertical, support en forme de colonnette;
2 partie d'un instrument de chirurgie.
Étymologie: στῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυλίσκος -ου, ὁ, demin. van στῦλος, stokje.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος
νεοελλ.
ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων
μσν.
ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη
αρχ.
1. βακτηρία, ράβδος
2. τμήμα χειρουργικού εργαλείου
3. μικρός στύλος όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].

Greek Monotonic

στῡλίσκος: ὁ, υποκορ. του στῦλος, ραβδί ή μπαστούνι, βέργα, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στῦλος, βακτηρίαῥάβδος, Ἱππ. Μοχλ. 865, Στράβ. 164. 2) μέρος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. 128 Mai. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Εὐστ. 1039. 38.

Middle Liddell

στῡλίσκος, ὁ, [Dim. of στῦλος
a staff or rod, Strab.